|
«Τα Καριτσιωτάκια περιμένανε πολλά χρόνια να χαρούν κι αυτά το δικαίωμα να πάνε σχολείο» |
Φωτογραφία καταλόγου δωρητών για την ανέγερση του καινούργιου σχολείου που βρέθηκε σε κορνίζα στο γραφείο του σχολείου το 1992 Κωνσταντίνος Δ Τσεμπελής, αμερικανοκαριτσιώτης ο οποίος δώρισε το οικόπεδο για το καινούργιο σχολείο Δεκαετία του 50, τα Καριτσιωτάκια ευγνωμονούν τον Κωνσταντίνο Δ Τσεμπελή Τα παιδιά στο αλώνι Ενδεικτικό της τετάρτης τάξης του Παναγιώτη Γρηγόρη Χαγιά από το 1953 υπογραμμένο από τον Κωνσταντίνο Προφύρη 1956:Προσωπική εργασία από μεγάλους και μικρούς να χτιστεί το σχολείο Το σχολείο μόλις έχει ολοκληρωθεί το χτίσιμο. Δεν υπάρχουν παράθυρα ακόμα 1957: Τα κορίτσια με το δάσκαλο Κωνσταντίνο Σαρρή Μαθητές και μαθήτριες του Δημοτικού Σχολείου Καρίτσας 1958 1978: Μέσα στην αίθουσα 1978: Μια καθημερινή μέρα στα σκαλοπάτια του σχολείου 1978 1985:
Σχολική παρέλαση μπροστά στο ηρώο των
πεσόντων, 25ης Μαρτίου 1985
Το εγκαταλειμμένο σχολείο σήμερα
|
Παρέλαση μαθητών, 25η Μαρτίου 1950 ίτημα
του ελληνικού λαού, από το 1821 και μετά,
ήτανε να χτιστούν σχολειά που θα κάνανε
το ραγιά γραμματισμένο πολίτη της
καινούργιας ελεύθερης Ελλάδας.
Έτσι μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες
της κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια,
το 1834, ήταν διακήρυξη γενικής,
υποχρεωτικής και δωρεάν εκπαίδευσης με
στόχο κάθε Ελληνόπουλο, αγόρι και
κορίτσι, στην απελευθερωμένη Ελλάδα να
τελειώνει τουλάχιστον τέσσερα χρόνια
στο δημοτικό σχολείο. Δυστυχώς, όμως, η οικονομική
πραγματικότητα και έλλειψη
ειδικευμένων δασκάλων σήμαινε σταδιακή,
ακόμη και αργή, ανάπτυξη του σχολικού
συστήματος. Άλλος
ένας λόγος ήταν ότι τον καιρό εκείνο την
ευθύνη για τη διαχείριση των σχολείων
την είχανε οι τοπικοί δήμοι.
Η Καρίτσα μέχρι το 1912 υπαγόταν στον
παλαιό Δήμο Γερονθρών και διαδοχικοί
δήμαρχοι φαίνεται ούτε έδειχναν το
ανάλογο ενδιαφέρον ούτε είχαν τις
ανάλογες δυνατότητες να κάνουν
περισσότερα για τα Καριτσιωτάκια.
Κατά συνέπεια τα παιδιά της Καρίτσας
έτυχε να περιμένουν κάπου 60 και 70 χρόνια
για να χαρούν κι αυτά το δικαίωμα να πάνε
σχολείο. Μέχρι
τότε μπορούμε να πούμε όλοι, ή σχεδόν
όλοι, στην Καρίτσα ήταν αγράμματοι.
Το
σχολείο της Καρίτσας, από τα λεγόμενα
των χωριανών, γιατί δεν έχουν βρεθεί
ακόμα τα σχολικά μητρώα, φαίνεται να
ιδρύθηκε προς το τέλος του
προπερασμένου ή αρχές του περασμένου αιώνα.
Μικρό αλλά καλά φροντισμένο
χαιρότανε το δροσερό ίσκιο από τα
σφεντάμια, δίπλα στην πλατεία, πιο κάτω
από την Ευαγγελίστρια.
Όλο-όλο είχε μια
αίθουσα, ένα υπόγειο και το σπίτι του
δασκάλου. Ο
δάσκαλος ήταν ένας και, μαζί με τον παπά
και τον πρόεδρο, ασφαλώς σεβαστό πρόσωπο
στην κοινωνική ζωή του χωριού.
Πάντοτε καλοντυμένος, συχνά με
γραβάτα, δίδασκε από το πρωί μέχρι το
βράδυ. Κάθε πρωί,
έξι μέρες την βδομάδα, από τη Δευτέρα
μέχρι το Σάββατο, σήμαινε την καμπάνα
της εκκλησίας για να πάνε τα παιδιά στο
σχολείο. Λίγες οικογένειες είχανε
ρολόγια. Οι περισσότεροι λέγανε την
ώρα με τον ήλιο. Σήμαινε
πρώτα κατά τις 7.30 το πρωί, όταν ο ήλιος
χάραζε πάνω από την
Αετοφωλιά της Ράχης Ασφάκα. Καθώς
μεσουρανούσε, στις 12 το μεσημέρι,
έστελνε τα παιδιά πίσω στο σπίτι για
φαγητό. Ξαναγυρίζανε
στο σχολείο, πάλε όταν ο δάσκαλος
σήμαινε την καμπάνα, στις 1.30 και
σχολάγανε το δείλι, στις 4.30, καθώς
βασίλευε και χανότανε ο ήλιος σιγά-σιγά
πίσω από την Τσούκα.
Το πρωί κάνανε ανάγνωση, γραμματική
και αριθμητική ενώ τα απογεύματα
μαθαίνανε, ανάλογα με την ημέρα,
γεωγραφία, ιστορία, φυσική ιστορία,
χημεία και θρησκευτικά. Το Σάββάτο σχολάγανε το μεσημέρι
και το απόγευμα πηγαίνανε κατηχητικό με
τον παπά στην εκκλησία.
Την Κυριακή πρωί τα Καριτσιωτάκια
φορούσαν τα κυριακάτικα τα γιορτινά και
μπαίνανε στη σειρά να ακολουθήσουνε το
δάσκαλο στην εκκλησία.
Δύο-τρία αγόρια ντύνονταν «παπαδάκια»
για να βοηθήσουν στο Ιερό. Τα
πρώτα-πρώτα χρόνια παρά τη διακήρυξη του 1834 περί
γενικής, υποχρεωτικής και δωρεάν
εκπαίδευσης στο σχολείο πηγαίνανε μόνο
αγόρια. Μετά το
1912, όταν ο Δήμος Γερονθρών χωρίστηκε σε
κοινότητες και η Καρίτσα απόχτησε δική
της αυτόνομη διοίκηση, αρχίσανε δειλά-δειλά
να πηγαίνουνε και τα κορίτσια. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, η φτώχεια
μεγάλη και τα παιδιά αντί για τετράδια
κουβαλάγανε την πλάκα με το κοντύλι.
Σκοπός ήτανε να μη μείνουν εντελώς
αγράμματα. Μέχρι το 1927 το σχολείο ήτανε
τετρατάξιο με πρώτη, δευτέρα, τρίτη και
τετάρτη. Από τη
σχολική χρονιά 1927-28 έγινε εξατάξιο με
επιπρόσθετες την πέμπτη και την έχτη,
αλλά, όπως πριν, με ένα δάσκαλο σε μια
αίθουσα. Στην
αίθουσα μπαίνανε με σειρά και ησυχία,
πρώτα τα μικρά και μετά τα μεγαλύτερα.
Τα θρανία ήτανε αραδιασμένα σε έξι
σειρές, μια για κάθε τάξη.
Μπροστά στους καθισμένους στα
θρανία μαθητές της τρίτης και της
τετάρτης βρισκότανε η έδρα του δασκάλου
και δίπλα, μέσα σε εντοιχισμένο ντουλάπι
που πάντοτε έμενε ανοιχτό, είχανε βάλει
το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού.
Βρισκότανε εκεί ίσως από τη δεκαετία
του ’20, ήταν από εκείνα με κουρντιστήρι
και για να βγάλει ο δάσκαλος Γεράκι
έπρεπε να το κουρντίζει κάμποσες φορές.
Καταστράφηκε τον καιρό του πολέμου και
κατά συνέπεια το χωριό έμεινε δίχως
γραμμή, για περισσότερα από δέκα χρόνια,
μέχρι να επανασυνδεθεί κατά το τέλος της
δεκαετίας του ’50. Στη
μεριά της πρώτης και της δευτέρας είχε
τοποθετηθεί ένας μεγάλος άβακας ή
αριθμητήριο για να μαθαίνουν τα μικρά
πώς να μετράνε και τί είναι οι μονάδες,
οι δεκάδες και οι εκατοντάδες.
Εκείνα, βέβαια, πάντοτε κουβαλάγανε
μαζί τους, στις τσάντες ή στις τσέπες,
ένα δεματάκι από ξυλάκια, που είχαν
κόψει τα ίδια από τις βέργες στα
σφεντάμια. Με τα ξυλάκια αυτά
βοηθιόνταν στην αριθμητική όταν κάνανε
την πρόσθεση, την αφαίρεση, τον
πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση.
Στη
μεριά της πέμπτης και της έκτης ένας
μεγάλος χάρτης της Ελλάδας έπιανε
ολόκληρο σχεδόν τον πέρα τοίχο.
Απορία και παράπονο από όλα τα
Καριτσιωτάκια ήταν πώς ο σπουδαίος
αυτός χάρτης, με τα έντονα χρώματα να
διαχωρίζουν τα βουνά, τους ποταμούς, τις
πεδιάδες και τα χωριά, να μην έχει το πιο
σημαντικό, γι αυτά, χωριό σ’ όλη την
Ελλάδα; Όλο γύρω στους τοίχους ήταν
κολλημένες μικρές ζωγραφιές του
Κολοκοτρώνη, του Διάκου του Φεραίου και
άλλων ηρώων του ‘21, που τα παιδιά είχαν
ξεσηκώσει με χαρτί αντιγραφής από το
βιβλίο της ιστορίας.
Για να ζεσταίνονταν το χειμώνα, στη
μέση της αίθουσας στεκότανε μια σόμπα
την οποία ανάβανε με ξύλα που εκείνα
φέρνανε. Οι
δάσκαλοι ήτανε αυστηροί και για να
επιβάλουν πειθαρχία και τάξη
τιμωρούσανε τα παιδιά με πολλούς και
διάφορους τρόπους. Όλοι κρατούσαν
βέργες που τα παιδία φέρνανε από σκίντο,
ελιά, πικροδάφνη ή μουριά. Τον καιρό
εκείνο το ξύλο επιτρεπόταν και το
τράβηγμα του αυτιού ή η σφαλιάρα δεν
ήταν καθόλου ασυνήθιστα.
Ένας δάσκαλος, λένε, είχε βάλει
χαλίκια στην πέρα γωνία, κοντά στην
πέμπτη και την έκτη, και εξανάγκαζε τους μαθητές να
γονατίζουν επάνω όταν ήταν άτακτοι.
Άλλοι τους έκλειναν στο σκοτάδι του
υπόγειου. Τα
Καριτσιωτάκια φοβούνταν το υπόγειο όχι
μόνο επειδή ήταν σκοτεινό και κρύο αλλά
περισσότερο γιατί είχαν
πιστέψει, κατά τα λεγόμενα των μεγάλων,
ότι
εκεί ζούσε μια νυφίτσα για να τα
δαγκώνει! Εκτός
το στενό καλντερίμι που πήγαινε από το
δρόμο μέχρι την πόρτα, το σχολείο δεν
είχε δικό του προαύλιο για παιχνίδι.
Για να παίξουν τα παιδιά έπρεπε να
σκαρφαλώσουν ένα βράχο να πάνε στην
ευρύχωρη πλατεία, άλλοτε αλώνι του
χωριού. Εκεί,
ενώ τα μικρά παίζανε κρυφτούλι τα
κορίτσια ασχολούνταν με το κουτσό, το
γύρω-γύρω όλοι και το σχοινάκι.
Όσο για τα μεγαλύτερα αγόρια, άλλα
παίζανε βώλους, άλλα ντρίλια, ενώ τα πιο
δυναμικά, εκείνα με τα γρατσουνισμένα
γόνατα, τα τράβαγε η γαϊδουροκαβάλα, το
τσουτζή ή τσουμάκα τσουλίκα, και ο
πετροπόλεμος! Το
σχολείο, ουσιαστικός παράγοντας στην
κοινωνική και πνευματική ζωή του χωριού,
κάθε χρόνο διοργάνωνε διάφορες
εκδηλώσεις οι οποίες έχουν μείνει
αξέχαστες στις καρδιές και μνήμες των
Καριτσιωτών. Ξεχωρίζουν ο εορτασμός της
25ης Μαρτίου και «Τα Ποιήματα»
όταν κάθε παιδί, με ακροατήριο
σχεδόν ολόκληρο το χωριό, ανέβαινε στη
σκηνή να απαγγείλει ένα ποίημα ή να
πάρει μέρος σε ένα από τα πολλά
θεατράκια. Πιο
καμαρωτά ήταν εκείνα που είχαν να
ντυθούν με παραδοσιακές στολές.
Κάποια αγόρια που είχαν φέσι,
πουκαμίσα και κορδόνια με φούντες
ντύνονταν φουστανελάδες, ενώ δυο-τρία
κορίτσια με βελούδινη
κεντητή ζακέτα, φούστα και φέσι
χαίρονταν τη φορεσιά της Αμαλίας.
Όμορφες μνήμες επαναφέρουν επίσης οι
εκδρομές την άνοιξη στους κήπους στη
Σμερτιά και την Κοπρισιά όπως και η πιο
μακρινές πεζοπορίες στην Αετοφωλιά και
τη Μεσοράχη. Αξέχαστες
ακόμα είναι και οι παραδοσιακές
πρωτομαγιάτικες εκδρομές στα ξακουστά
Καριτσιώτικα Καναλάκια, πάνω στα ψηλά
βουνά, όπου τα Καριτσιωτάκια μέσα στο
πυκνό ελατόδασος μπορούσαν να
απολαύσουν την άγρια φύση, τη δικιά τους
φύση σε όλο της το μεγαλείο.
Παρά
τις πολλές ελλείψεις του, το σχολείο
τουλάχιστον λειτουργούσε, ακόμα κι αν οι
χωρικοί δεν το λογαριάζανε όσο έπρεπε.
Όχι όλες οι οικογένειες αφήνανε τα
παιδιά τους να τελειώνουνε το δημοτικό
σχολείο. Χρειάστηκε
κάμποσες δεκαετίες για να εκτιμήσουν
καλά οι Καριτσιώτες τα οφέλη του
σχολειού. Στην
αρχή τα κορίτσια μέχρι να παντρευτούν
έπρεπε να είναι ή στο σπίτι, ή στα
χωράφια. Τα
αγόρια χρειάζονταν στα χωράφια και στα
στανοτόπια να φυλάνε τα βόδια, τα
γίδια, και τα πρόβατα.
Στους κρύους μήνες του χειμώνα, όταν
πολλοί κατέβαζαν τις στάνες τους στα
χαμηλά καλύβια, για τα τσοπανόπουλα ήταν
ιδιαίτερα δύσκολο να πηγαινοέρχονται
στο χωριό για το σχολείο.
Ήταν περιπέτεια εξαντλητική, επίφοβη
και επικίνδυνη αφού ξεκινούσαν
αξημέρωτα κι είχαν δυο ώρες πηγαινέλα
κάθε μέρα στα πετρώδη απότομα μονοπάτια
μέσα στο χαλάζι, τη βροχή, το χιόνι, τις
λάσπες και κόντρα στο βοριά. Έτσι
μόνο λίγα παιδιά τελειώνανε όλο το
δημοτικό και παίρνανε
απολυτήριο. Τα περισσότερα
αποσύρονταν μετά από την πρώτη, τη
δευτέρα ή την τρίτη τάξη και μένανε με
λίγα γράμματα. Άλλα
πάλε, μετάνιωμα βέβαια μετέπειτα,
στερούνταν ακόμα κι αυτό και
καταδικάζονταν να περάσουν τη ζωή τους
εντελώς αγράμματα μην ξέροντας ούτε το
όνομά τους να γράψουν.
Παρόλα
αυτά εκατοντάδες
Καριτσιωτάκια του περασμένου αιώνα
καθίσανε στα θρανία του μικρού αυτού
σχολείου για να μάθουν, λίγο ή πολύ, πώς
να διαβάζουν, πώς να γράφουν και πώς να
μετράνε. Αν και
οι χωρικοί νιώθανε ότι τα παιδιά τους
αξίζανε κάτι καλύτερο, το χωριό πέρναγε
σκληρά χρόνια. Ένα
καλύτερο πιο ευρύχωρο σχολείο ήτανε για
πολλά χρόνια ο ανεκπλήρωτος πόθος του
χωριού. Ακόμα
χειρότερα, τον
καιρό της ιταλαγερμανικής φασιστικής
κατοχής (1941-1944), και του εμφύλιου
σπαραγμού (1946-1949) που ακολούθησε, το
σχολείο έμεινε χωρίς δάσκαλο.
Ο κοσμαγάπητος ντόπιος
δημοδιδάσκαλος, Κωνσταντίνος Προφύρης,
που μόλις πρόσφατα είχε διορισθεί,
κλήθηκε με την πρώτη γενική
επιστράτευση να πάει να πολεμήσει τους
Ιταλούς που είχανε χτυπήσει τα ελληνοαλβανικά
σύνορα και τη Βόρειο Ήπειρο.
Κατόπιν
στα χρόνια του Εμφύλιου καλέστηκε να
υπηρετήσει στην Εθνοφυλακή. Ευτυχώς που, στην τραγωδία και
την απελπισία του καιρού εκείνου,
ο παπα-Αναστάσης Μαλαβάζος
ανταποκρίθηκε στις ανάγκες των παιδιών,
κράτησε το σχολείο ανοιχτό και, αν και
νηστικά και ξυπόλυτα που τα περισσότερα
ήτανε, δίδαξε σε όσα πηγαίνανε τα πιο
αναγκαία όσο καλύτερα μπορούσε.
Το
1951 ο Προφύρης ξαναγύρισε στο σχολείο της
Καρίτσας να συνεχίσει τη θητεία του που
συνέπεσε με το μεγαλύτερο πληθυσμό όλων
των εποχών στο χωριό.
Το μαθητολόγιο της εποχής
παρουσιάζει 73 εγγεγραμμένους μαθητές
υπό την επίβλεψη ενός δασκάλου.
Αλλά, ενώ ο υψηλός αυτός αριθμός
οδηγούσε τους ντόπιους
να διεκδικούν μεγαλύτερο σχολείο,
μια άλλη τάση, η μετανάστευση,
ειδικότερα προς την Αυστραλία, άρχιζε να
διακρίνεται, και ίσως έπρεπε να
επισημάνει μια πιο προσεχτική
προσέγγιση. Εν
τούτοις το παλιό αίτημα για μεγαλύτερο
και καλά χτισμένο σχολείο οδήγησε τον
δυναμικό Προφύρη να ασκεί πίεση για
καινούργιο σχολείο.
Έτσι
το 1956, δίπλα στη δημοσιά όπως
πρωτομπαίνουμε στο χωριό, άρχισε να
χτίζεται το καινούργιο σχολείο υπό την
επίβλεψη της επιτροπής ανεγέρσεως που
απαρτιζότανε από τον Προφύρη, τον παπα-Αναστάση
Μαλαβάζο, και τον πρόεδρο της κοινότητας,
Αλέξη Προφύρη. Το
καινούργιο σχολείο χρηματοδοτήθηκε από
Καριτσιώτες του εξωτερικού, από
ντόπιους χωριανούς και από τους ίδιους
τους μαθητές του σχολείου.
Η επιτροπή εράνου των Καριτσιωτών
της Αμερικής, που απαρτιζότανε από τον
Κωνσταντίνο Δ Τσεμπελή, τον Σαράντο Κ
Μαλαβάζο και τον Γιάννη Κ Λάμπρο, μάζεψε
πάνω από δύο χιλιάδες δολάρια. Ο
Τσεμπελής δώρισε επίσης και το οικόπεδο
που θα χτιζότανε το σχολείο. Οι κάτοικοι
του χωριού δώσανε κάπου 7.000 δραχμές σε
μετρητά και προσωπική εργασία αξίας 40.000
δραχμών. Πολλά απογεύματα ο Προφύρης
κατέβαζε τα παιδιά για να βοηθήσουν κι
αυτά στη προσωπική εργασία. Τα
παιδιά επίσης μαζέψανε κοντά στις 6000
δραχμές παρουσιάζοντας θεατρικές
παραστάσεις στα γύρω χωριά, στο Γεράκι,
στο Αλεποχώρι και στο Μαρί.
. Όταν
το χτίσιμο τελείωσε, πέντε χρόνια
αργότερα, το χωριό φιγούραρε, ένα μεγάλο
χτίριο, ψηλό και επιβλητικό, το πρώτο που
συνάνταγε κανείς όταν έμπαινε στην
Καρίτσα. Είχε
δυο ευρύχωρες καλά φωτισμένες αίθουσες
με πολλά και μεγάλα παράθυρα.
Ανάμεσα στις αίθουσες ήταν το
γραφείο και η κύρια είσοδος, μια μεγάλη
σιδερένια πόρτα, που άνοιγε για τα
παιδιά να παίζουν στον πλατύ έξω χώρο.
Έτσι τη Δευτέρα 11 του Σεπτέμβρη 1961 ο
νέος δάσκαλος, Γεώργιος Κόλιας από το
Αφίσιο της Σπάρτης, άνοιξε διάπλατα την
πόρτα και κάλεσε στο γραφείο να
γραφτούνε οι πρώτοι μαθητές του
καινούργιου σχολείου.
Η Αγγελική Γεωργίου Πήλιουρα, της
τρίτης τάξης, μαζί με την αδερφή της τη
Γεωργία, της πέμπτης τάξης,
συνοδευόμενες από τη μητέρα τους, τη
Θεοδωρούλα, ήταν οι πρώτες που μπήκαν στο
γραφείο. Στη συνέχεια τις ακολούθησαν κι
άλλα 36 Καριτσιωτάκια.
Συνολικά το μαθητολόγιο από το πρώτο
σχολικό έτος στο καινούργιο σχολείο
παρουσιάζει 21 μαθητές και 17 μαθήτριες: 10
της Α´, 1 της Δ´, 4 της Γ´, 9 της Δ´,
5 της Ε´, και 9 της ΣΤ´.
Κατόπιν με μεγάλη χαρά και πολύ
περηφάνια ο παπα-Αναστάσης έκανε τον
αγιασμό για το άνοιγμα του καινούργιου
σχολείου και την αρχή της νέας σχολικής
χρονιάς. Έπειτα
τα παιδιά, έπρεπε να κουβαλήσουν τα
θρανία, τα βιβλία, τα τετράδια και τα
μολύβια ανεβοκατεβαίνοντας σαν
μερμηγκάκια τα 500 τόσα μέτρα από το παλιό
στο καινούργιο σχολείο. Το βαρύ φορτίο,
το πέτρινο μονοπάτι, η απότομη κατηφόρα,
οι γεμάτες εμπόδια στροφές, και οι
πέτρες πολλές και μεγάλες σίγουρα
βασάνισαν τα παιδιά τη μέρα εκείνη.
Ταυτοχρόνως μάθανε τι τα περίμενε, κάθε
μέρα στο απροφύλαχτο αυτό μονοπάτι που
θα τα πήγαινε σχολείο, προπαντός όταν
έβρεχε ή χιόνιζε κι είχαν ξεσηκωθεί
άγρια να φυσάνε οι μανιασμένοι βοριάδες.
Την
επόμενη, ο καινούργιος δάσκαλος, πολύ
αυστηρός και αυταρχικός, άρχισε
κανονικά μαθήματα μοιράζοντας το χρόνο
του όσο μπορούσε ίσια στην κάθε τάξη.
Πριν από τον Κόλια ένας μακρύς
κατάλογος εκπαιδευτικών είχαν κοπιάσει
να μάθουν γράμματα στα Καριτσιωτάκια
στο παλιό μικρό σχολείο κάτω από τα
Σφονταμάκια. Έκτος
από τον Προφύρη και τον παπα-Αναστάση
άλλοι που εύκολα έρχονται στο νου είναι:
Νικόλαος Δούλος, Κωνσταντίνος Σαρρής,
Γεώργιος Μαρούδης, Κυρία Νότα, Πέτρος
Ρογκάκος, Βασίλειος Λιάπης, Χρήστος
Ζερβάκος και Μιχάλης Κατσουλέρης. (Βλέπε
πληρέστερο κατάλογο στον πίνακα δίπλα.). Από
αυτά που λένε οι παλιοί μαθητές του, ο
Ρογκάκος, από τα Κόκκινα Λουριά της
Μάνης, ήτανε πάρα πολύ καλός δάσκαλος
αλλά εξίσου αυστηρός.
Έφυγε κάτω από επικριτικές
περιστάσεις και μετατέθηκε αλλού όταν,
όπως λένε, αποκάλυψε αδικοπραξίες στην
Κοινότητα του χωριού.
Ο Ζερβάκος δίδαξε αρκετά χρόνια στην
Καρίτσα στις δεκαετίες του ’20 και του
’30. Ηλικιωμένος
οικογενειάρχης από το διπλανό Γεράκι,
ήρθε στο χωριό με τη σύζυγό του και τα
τρία του παιδιά και μένανε στο σπίτι
κάτω από το σχολείο.
Εκείνοι που τους δίδαξε τον
θυμούνται βαριεστημένο, παχουλό, πράο
και καλοφαγά. Έβαζε τα παιδιά του να μαθαίνουνε
τα Καριτσιωτάκια πως να διαβάζουν και να
μετράνε, ενώ απαιτούσε απ’ τους μαθητές
του να του φέρνουν ξύλα, γάλα, γιαούρτι,
τυριά, αυγά και άλλα τρόφιμα που έβγαζε
το χωριό. Ήταν 80
χρονών όταν παρατήθηκε και έφυγε από το
χωριό. Ο
Μιχάλης Κατσουλέρης θεωρείται ένας από
τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος δάσκαλος
που ήρθε στην Καρίτσα.
Δίδάξε στο χωρίο από τα πρώτα χρόνια
του περασμένου αιώνα μέχρι τη δεκαετία
του 20. Καταγότανε
από το λιμανάκι του Κότρωνα της
Ανατολικής Μάνης, παντρεύτηκε τη
χωριανή Ξενούλα Νικόλα Μαλαβάζου και
απέκτησαν πέντε παιδιά, όλα γεννημένα
στην Καρίτσα. Ήθελε να μείνει οριστικά στο
χωριό άλλα καυγάδες με γονείς
αντίθετους στη σωματική τιμωρία που υπέβαλε στους
μαθητές τον εξαναγκάσανε
να μετατεθεί πρώτα στο διπλανό
Αλεποχώρι και αργότερα στη γενέτειρά
του τη Μάνη. Εκτός
από το Γεώργιο Κόλια (1961-1964), πολλοί άλλοι
δάσκαλοι διδάξανε στο καινούργιο
σχολείο από το 1961 και μετά.
Οι περισσότεροι για ένα ή δύο χρόνια
(βλέπε διπλανό πίνακα).
Ένας αποτελεί εξαίρεση, κι όχι μόνο
γιατί έμεινε τέσσερα χρόνια.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακούρας από τον
Κεφαλά της Σπάρτης με την πτώση της
εφτάχρονης δικτατορίας, τον Ιούλιο του
1974, διορίστηκε και υπηρεσιακός πρόεδρος
του χωριού μέχρι να γίνουν κανονικές
εκλογές για να βγει καινούργιο
κοινοτικό συμβούλιο. Όντας
απόμερο χωριό η Καρίτσα, από τότε που
ιδρύθηκε το σχολείο, εκτός από τον
χωριανό Πορφύρη, τον καριτσιωτογαμπρό
Κατσουλέρη και ίσως το Ζερβάκο, κανένας
άλλος δάσκαλος δεν είχε επιδιώξει
μόνιμο διορισμό εκεί. Το σχολείο, όπως πολλά άλλα
μονοθέσια, με όλο και λιγότερους μαθητές,
παρουσίαζε όλα τα μειονεκτήματα και
ελλείψεις των μικρών απομονωμένων
δημοτικών, ανεπαρκή διδαχτικό πρόγραμμα
και φτωχά επίπεδα μάθησης, ιδιαίτερα
στους κρίσιμους τομείς της ανάγνωσης,
της γραφής, και των μαθηματικών. Τη
δεκαετία του ’90 ο χαμηλός αριθμός
μαθητών σε συνδυασμό με την ενοποίηση
της Κοινότητας στον ευρύτερο Δήμο
Γερονθρών και την ευκολότερη δημόσια
συγκοινωνία έκαμε το κλείσιμο του
σχολείου αναπόφευκτο. Έκλεισε
πλέον τις πόρτες στο τέλος της σχολικής
χρονιάς τον Ιούνιο του 1994.
Μετά από τις διακοπές του
καλοκαιριού τα Καριτσιωτάκια σαν ομάδα
πήραν το λεωφορείο να αρχίσουν στο
πολυθέσιο σχολείο του Γερακιού.
Παρά την αποκάρδιωση και την πτώση
γοήτρου από την απώλεια ενός
πραγματικού στυλοβάτη του περήφανου
αυτού χωριού τα παιδιά έπρεπε να
πάνε σε ένα αναβαθμισμένο, καλύτερα
εξοπλισμένο σχολείο όπου υπάρχουν αντίστοιχοι
για κάθε τάξη δάσκαλοι,
όπως στο Γεράκι. Σήμερα το
εγκαταλειμμένο πλέον κτήριο, οι άδειες
αίθουσες, τα σπασμένα παράθυρα, οι
ξεφλουδισμένοι τοίχοι και η απόκοσμη
σιωπή είναι από μια έννοια οδυνηρή
υπενθύμιση ανεκπλήρωτων προσδοκιών των
πρώτων μεταπολεμικών χρόνων
και από άλλη η ασταμάτητη εξέλιξη
των γεγονότων και η αποτελεσματική
ένταξη ενός άλλοτε απομονωμένου
χωριού σε μια ευρύτερη αλληλεξαρτώμενη
κοινότητα. |
13/06/2008