Για να δείτε τις φωτογραφίες στο πραγματικό τους μέγεθος κάντε κλικ πάνω στην
κάθε μια.
Δεξιά η μητέρα μου Μαρία
Αναστασίου Τούντα στο χωριό με τη φίλη Χρυσούλα Νικόλα Αντωνίου
Ο μπάρμπα-Λάμπρος με τη
μητέρα μου σε νεαρή ηλικία, κ' οι δυο ελεύθεροι, στο Ζάππειο στην Αθήνα
Το
Κοτρόνι όταν ήταν ακόμα χωματόδρομος
Το
καλύβι μας στα Κομματάκια με την Τσούκα και
τον Κούμαρο στο βάθος
Το
καλύβι από μπροστά με το αλώνι
Ο
Μπάρμπα Λάμπρος στην πόρτα
Ο παππούς Αναστάσης με τρεις
από τις θείες: Κατίνα, Διαμάντω και Ειρήνη
Ο μπάρμπα-Λάμπρος με τη
μητέρα μου και την θεία Ειρήνη
Άγνωστη χωριανή (αριστερά) με
τις θείες Διαμάντω και Ελένη
Πέντε φίλοι σε νεαρή ηλικία:
Γιώργης Αντωνίου (Γύφτος), Μήτσος Χρόνης, Μήτσος Κατσάμπης (Κασίδης), μπάρμπα-Λάμπρος
Τούντας και Βαγγέλης Μαλαβάζος (Μακάριος)
Χαρακτηριστική πόζα του
μπάρμπα-Λάμπρου
Γιαγιά Μαριγώ Τσεμπελή του
Γιωργάκη (Φαρμάκη)
Οικογενειακή φωτογραφία του πατέρα μου,
1921 όπως υπολογίζω, φαίνονται πίσω και από αριστερά: παππούς Γιάννης
Γαβριήλ, θείοι Γιώργος και Αχιλλέας, και γιαγιά Μαριγώ. Μπροστά από
αριστερά Θείος Χρήστος, πατέρας Βασίλης και στην ποδιά της γιαγιάς θείος
Μίμης
Οικογενειακή φωτογραφία του πατέρα
1929, φαίνονται από αριστερά: θείοι Γιώργος και Χρήστος, παππούς
Γιάννης, πατέρας Βασίλης, η θεία Κατίνα, γιαγιά Μαριγώ και Θείος
Μίμης. Άγνωστα τα δύο άτομα πίσω η γιαγιά
Σύνθεση φωτογραφιών του πατέρα μου σε διάφορες ηλικίες
Σύνθεση
φωτογραφιών της μητέρας μου
Σύνθεση
φωτογραφιών της αδελφής μου
|
Την
εποχή εκείνη στο πατρικό σπίτι μπροστά
στο φούρνο με τη γιαγιά στη μέση
Θυμάμαι ότι
όλο το χρόνο, από πολύ μικροί, το όνειρό
μας ήταν πότε θα έρθει το καλοκαίρι να
φύγουμε για το χωριό. Έτσι μόλις
τελείωνε το σχολείο η μητέρα μου τα είχε
όλα έτοιμα και ξεκινούσαμε.
Ανυπομονούσε και αυτή να δει τα αδέλφια
της. Μαζί μας, τις περισσότερες φορές,
ερχόταν με τη μητέρα του και ο ξάδελφός
μας ο Αποστόλης, γιος της θείας της
Ειρήνης. Έτσι είχαμε και παρέα.
Τα
χρόνια εκείνα το ταξίδι από την Αθήνα
για την Καρίτσα διαρκούσε πάρα πολλές
ώρες. Σηκωνόμαστε από τις 4 το πρωί και
φτάναμε στο χωριό στις 10 η ώρα το βράδυ.
Το πρακτορείο ήταν τότε στον Άγιο
Κωνσταντίνο. Κόσμος πολύς, το λεωφορείο
γεμάτο. Τα πράγματα τα ανέβαζαν στην
οροφή, τα σκέπαζαν με μουσαμά και τα
έδεναν. Η διαδρομή ήταν κουραστική και
σε ορισμένα σημεία δύσκολη, όπως ήταν
στην Κακιά Σκάλα και στον Αχλαδόκαμπο
που ο δρόμος ήταν στενός, όλο στροφές.
Όταν φτάναμε στη Σπάρτη, έπρεπε πρώτα να
κουβαλήσουμε τα πράγματα στο πρακτορείο
του Γερακιού που ήταν μακριά με
καροτσάκι και μετά από 2-3 ώρες αναμονής
να ξεκινήσουμε. Ο δρόμος για το Γεράκι
ήταν χωματόδρομος, πολύ κουραστικός για
ταξίδι με το λεωφορείο.
Η χαρά μας ήταν μεγάλη όταν
επιτέλους, μετά από τόσες ώρες ταξίδι,
φτάναμε κουρασμένοι στο Γεράκι τα πρώτα
χρόνια και αργότερα στον Αϊ-Γιάννη στο
Βαρικό. Εκεί περίμενε να μας υποδεχτεί ο
μπάρμπα Λάμπρος και να μας μεταφέρει με
τα άλογα στο χωριό. Εμείς μόλις
κατεβαίναμε τρέχαμε να δούμε τα άλογα
που ήταν δεμένα εκεί κοντά. Μέχρι το
χωριό ήταν ακόμα 2 περίπου ώρες δρόμος με
τα ζώα και η διαδρομή: Γεράκι – Βαρικό
–
Ζάβραινα – Πλατύ Πηγάδι – Κοτρόνι
–
Κουμουτζή – Χούνη – Αϊ Νικόλας
–
Αλωνάκι – Σχολείο – Καρίτσα. Φορτώναμε
τα πράγματα και καβαλάγαμε και εμείς τα
παιδιά, ενώ ο θείος και η μητέρα μου
ερχόντουσαν πίσω με τα πόδια, συζητώντας
ατελείωτα μέχρι το χωριό. Είχαν τόσα
πολλά να πουν… Τώρα είναι όλοι μαζί εκεί
ψηλά και ίσως τα λένε από κοντά…
Οι
αναμνήσεις μου από το χωριό είναι πάρα
πολλές. Ήταν όμορφα τα χρόνια εκείνα
τουλάχιστον για μας που πηγαίναμε από
την Αθήνα. Ίσως όμως να ήταν δύσκολα για
τους κατοίκους του χωριού. Ήδη είχε
αρχίσει η εποχή της μετανάστευσης.
Μπορεί σήμερα η ζωή στο χωριό να έχει
περισσότερες ανέσεις, όμως δεν έχει τη
γραφικότητα, την απλότητα και την
κινητικότητα που είχε τα παλιά χρόνια.
Πολλά πράγματα στο χωριό έχουν αλλάξει.
Το χωριό τότε, ειδικά τα καλοκαίρια, είχε
πολύ κόσμο. Τα ζώα ανεβοκατέβαιναν
φορτωμένα, υπήρχε κίνηση. Άκουγες τον
χαρακτηριστικό ήχο που έκαναν τα πέταλα
και το κουδουνάκι που χτυπούσε στο λαιμό.
Σήμερα ακούς μόνο τον ήχο των τρακτέρ
και των αγροτικών. Οι νέοι που έχουν
μείνει είναι λίγοι και δύσκολα
παντρεύονται. Οι μεγάλοι σιγά-σιγά
φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι.
Τις
αναμνήσεις μου από τα χρόνια εκείνα που
εγώ και η αδελφή μου μικροί
επισκεπτόμασταν το χωριό, τις περιγράφω
πιο κάτω. Η σειρά δεν έχει προσεχτεί
ιδιαίτερα, τα περιγράφω απλά όπως
έρχονται στο νου μου:
Θυμάμαι
ότι κάθε μέρα έπρεπε να πάρουμε νερό από
τη βρύση του χωριού, να γεμίσουμε τις
τέστες και τα παγούρια και να τα φέρουμε
στο σπίτι. Εκεί περίμενες μέχρι να έρθει
η σειρά σου να γεμίσεις. Η βρύση ήταν και
τόπος συνάντησης κυρίως των γυναικών,
την ώρα που περίμεναν συζητούσαν μεταξύ
τους όλα τα νέα του χωριού.
Θυμάμαι
ότι ποτίζαμε τα ζα στο λεκάνι της βρύσης
ή στη γούρνα που είναι έξω δεξιά πριν
φτάσουμε. Ήταν μία από τις ευχάριστες
ασχολίες και χαρά μας να ποτίσουμε τα
άλογα. Καβαλάγαμε αν ήταν σαμαρωμένα ή
τα τραβούσαμε από το καπίστρι και καθώς
πηγαίναμε στη βρύση άκουγες τον ήχο που
έκαναν τα πέταλα.
Θυμάμαι
όταν πηγαίναμε καβάλα με τα άλογα, μας
άρεσε να τα τρέχουμε. Τα τσιγκλάγαμε ή τα
χτυπούσαμε λίγο με το καπίστρι και αυτό
ήταν. Έτρεχαν αραβάνι ή καλπασμό.
Κάποιες φορές τρώγαμε και καμιά τούμπα
άμα δεν προσέχαμε.
Θυμάμαι
ότι κάποιες φορές πηγαίναμε να
επισκεφθούμε τη θεια Διαμάντω που έμενε
στο Κακαβούρι. Για να πάμε εκεί αφήναμε
σε κάποιο σημείο τη δημοσιά και
ακολουθούσαμε το μονοπάτι που περνούσε
από το Βαθύ Πηγάδι – Βρανίκα – Βελωτά
–
Δεντράκι και κατόπιν φθάναμε στο καλύβι
της θείας. Ήταν μια πολύ ωραία διαδρομή
περίπου δύο ώρες μέσα στη φύση, μέσα από
χωράφια, καλύβια, πλαγιές, ρέματα,
πλακόστρωτα. Μερικές φορές πηγαίναμε
και μόνοι μας χωρίς τη συνοδεία του
μπάρμπα Λάμπρου. Είχαμε μάθει πλέον τη
διαδρομή.
Θυμάμαι
που πεδουκλώναμε τα ζα στα χωράφια να
βοσκήσουν τη νύχτα. Δέναμε μεταξύ τους
τα δύο μπροστινά πόδια, έτσι που να μην
μπορούν να βαδίσουν εύκολα και
απομακρυνθούν πολύ. Την άλλη μέρα
πηγαίναμε να τα βρούμε, να τα ποτίσουμε
και να τα φέρουμε στο χωριό αν
χρειάζονταν για δουλειές.
Θυμάμαι κάθε
απόγευμα που πηγαίναμε να βοσκήσουμε τις
κατσίκες στο Χωραφάκι απέναντι από το χωριό
στην πλεύρα, ή στο Στεφάνι κάτω από το σπίτι
της θεια Ελένης, αδελφής της μητέρας μου.
Θυμάμαι τους
χωριανούς όταν επέστρεφαν το βράδυ από τα
χωράφια, κουβάλαγαν κλαριά με τα ζα για να
ταΐσουν τις κατσίκες. Σπάνια έβλεπες να
επιστρέφει στο χωριό ζω χωρίς φορτίο. Ένα
τουλάχιστον ήταν φορτωμένο με κλαριά.
Αργότερα τα κλαριά αφού ξεραίνονταν,
χρησίμευαν στο κάψιμο του φούρνου.
Θυμάμαι τον μπάρμπα
Λάμπρο με την τρανταχτή φωνή. Ήταν ο
Ντελάλης του χωριού. Φώναζε από το αλώνι (την
πλατεία του χωριού) και ακουγόταν ως την
Πέρα Γειτονιά. Αυτό γινόταν όταν έπρεπε να
ενημερωθεί το χωριό για μία έκτακτη είδηση
ή για προσωπική εργασία ή για κάποιο είδος
που έφερναν να πουλήσουν από άλλα μέρη. Η
πώληση γινόταν και με ανταλλαγή είδους,
κυρίως με λάδι. Φώναζε ο μπάρμπα Λάμπρος : «
Χωριανοί..οι..οι.. έχουν έρθει από το Έλος και
πουλάνε φασόλια. Δύο οκάδες φασόλια μία οκά
λάδι. Όποιος θέλει να πάρει να έρθει στο
αλώνι »... κλπ-κλπ.
Θυμάμαι τις παρέες
στο αλώνι, στα Σφονταμάκια, τα μεσημέρια
όταν είχε πολύ ζέστη και τα απογεύματα. Εκεί
φύσαγε αεράκι και είχε δροσιά. Άκουγες να
συζητούν μεταξύ τους και να φωνάζουν δυνατά
όταν διαφωνούσαν. Μπορούσες να πάρεις και
κανένα υπνάκο στο χτίρι το μεσημέρι αν
ήθελες, ή αν σε νανούριζαν οι άλλοι με τις
φωνές τους. Τα Σφονταμάκια ήταν η μικρή
βουλή του χωριού. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα.
Οι μικροί συνήθως είχαν άλλες παρέες ή
έπαιζαν στο αλώνι.
Θυμάμαι τους
χωριανούς να κόβουν ξύλα στον Ελατιά πίσω
από τον Αϊ-Γιάννη. Τα φόρτωναν στα ζα και τα
μετέφεραν στο χωριό. Εκεί έξω στην αυλή του
σπιτιού, τα τοποθετούσαν το ένα επάνω στο
άλλο, φτιάχνοντας τις τρακάδες. Έτσι είχαν
άφθονα ξύλα για να ζεσταίνονται το χειμώνα
αλλά και για το μαγείρεμα. Άλλες φορές τα
ξύλα από τον Ελατιά τα πήγαιναν στο Έλος να
τα ανταλλάξουν με καρπούζια. Όταν τα
έφερναν στο χωριό τα έβαζαν στο κατώι που
είχε δροσιά και έτσι τα διατηρούσαν όλο το
καλοκαίρι.
Θυμάμαι τα τραπέζια
που μας προσκαλούσαν οι γνωστοί της μητέρας
μου. Συνήθως τρώγαμε μακαρονάδα με κρέας,
μπόλικο τυρί και σάλτσα σε ένα βαθύ πιάτο
γεμάτο μέχρι επάνω. Άλλες φορές αντί για
μακαρόνια το μενού είχε γκόγκιζες (μακαρόνια
κουφωτά φτιαγμένα με το χέρι).
Θυμάμαι που
κατεβαίναμε από τον καταρράκτη στο κατώι,
όταν θέλαμε να πάρουμε τυρί από το τουλούμι,
ή λάδι από τη λαΐνα, ή καρπούζια κλπ. Και τι
δεν είχε το κατώι πατάτες, κρεμμύδια, ακόμα
και έτοιμους μεζέδες μαγειρεμένους,
φυλαγμένους μέσα σε λάδι στη λαϊνα. Το κατώι
ήταν η αποθήκη του σπιτιού.
Θυμάμαι όταν κάποτε ο
μπάρμπα Λάμπρος επέστρεψε από το κυνήγι και
έφερε λαγό, η θεία Σταμάτα τον κρέμασε στο
πηγάδι για να τον διατηρήσει. Μέσα στο
πηγάδι υπήρχε δροσιά το καλοκαίρι, γι’ αυτό
και το νερό ήταν πάντα κρύο.
Θυμάμαι το φαναράκι
που το κρατούσαμε για να φέγγει τα βράδια
όταν περπατούσαμε στα δρομάκια του χωριού.
Το φανάρι ήταν ο φακός της εποχής εκείνης.
Δεν χρειαζόταν παρά μόνο λαδάκι για να
ανάψει το φυτίλι και σπίρτα.
Θυμάμαι τα βράδια το
λυχνάρι με το λιγοστό φως που έφεγγε στη
γωνιά, κρεμασμένο στο λιχνοστάτη ή στην
παρεστιά (τζάκι), το καντήλι που άναβε
μπροστά στα εικονίσματα και τη λάμπα
πετρελαίου με το φυτίλι που έφεγγε στο
πάτωμα.
Θυμάμαι το φανάρι με
τη σήτα που ήταν κρεμασμένο μέσα στη γωνιά.
Στο φανάρι βάζανε τα φαγητά που περίσσευαν.
Έτσι τα φαγητά αερίζονταν και δεν χάλαγαν
και επί πλέον ήταν προφυλαγμένα.
Θυμάμαι το χαμηλό
στρογγυλό τραπέζι με τα σκαμνάκια που
τρώγαμε στη γωνιά. Συνήθως υπήρχε μία
μεταλλική λεκάνη (τσαννάκα) στη μέση του
τραπεζιού και από εκεί τρώγαμε όλοι μαζί
βλίτα ή χόρτα σανό και πατάτες τηγανητές,
άλλες φορές τηγανισμένες με τη φλούδα που
μας άρεσε, αφού προηγουμένως τις πλέναμε
καλά. Δεν έλειπαν ποτέ από το τραπέζι το
τυρί, οι ελιές και το ζυμωτό ψωμί. Το
μαγείρεμα γινόταν βέβαια με ξύλα επάνω στην
πυροστιά, στο πήλινο και μαυρισμένο από τη
φωτιά τσουκάλι ή τον τέντζερη. Για σκέπασμα
στο τσουκάλι βάζανε ένα καπάκι από ντενεκέ
που είχε και χερουλάκι. Τι νόστιμο που
γινόταν το φαγητό στο τσουκάλι…
Θυμάμαι τις γυναίκες
το απόγευμα να φροντίζουν τους κήπους, να
ποτίζουν και να μαζεύουν τα λαχανικά στην
ποδιά τους. Κρατούσαν την ποδιά με το ένα
χέρι ενώ με το άλλο έκοβαν. Όταν τέλειωναν
τα τοποθετούσαν στην τέστα ή στο κοφίνι για
να τα μεταφέρουν στο σπίτι. Τα
καλλιεργούσαν μόνο με κοπριά. Έτρωγες τη
ντομάτα και ήταν γλυκιά, νόστιμη.
Θυμάμαι που
πηγαίναμε στου Μπούνου να ποτίσουμε τον
κήπο. Βγάζαμε νερό από το πηγάδι με την
τέστα την οποία δέναμε με μια τριχιά, ή με
τον κουβά (ένα ντενεκέ με ξύλινο στρογγυλό
χερούλι). Ο κουβάς είχε δεμένο στο πάνω
μέρος ένα πέταλο για να βαραίνει και να
βουλιάζει από τη μία μεριά στο πηγάδι και
έτσι να γεμίζει εύκολα νερό. Για να γεμίσεις
την τέστα έπρεπε να κάνεις μια
χαρακτηριστική κίνηση με την τριχιά. Άμα
δεν ήξερες δεν μπορούσες να τη γεμίσεις. Το
πρώτο νερό που έβγαζες ήταν για να πιεις.
Σήκωνες την τέστα και έπινες. Μαζεύαμε από
τον κήπο φασολάκια, βλίτα, ντομάτες και άλλα.
Κατόπιν περνούσαμε από τις συκιές και
μαζεύαμε σύκα και μετά από τη Σμερτιά, με
τους πανέμορφους κήπους, για να πιούμε νερό
από την πυγή και μετά να ανηφορίσουμε προς
το χωριό από τις τρόκλες, μονοπάτια
ανηφορικά όλο πέτρες.
Θυμάμαι τον κήπο της
θεία Ελένης στην Κοπρισιά. Στην είσοδο του
κήπου υπήρχαν δύο τεράστιοι βράχοι, ένας
δεξιά ένας αριστερά. Μέσα στον κήπο υπήρχε
ένα πηγάδι όχι πολύ βαθύ. Έλεγαν τότε ότι
από αυτό το πηγάδι ξεκινούσε το νερό της
Κοπρισάς.
Θυμάμαι τα γκόρτσα (άγρια
αχλάδια) που τρώγαμε από τις γκορτσιές.
Μικρά αχλάδια πολύ νόστιμα.
Θυμάμαι την ημέρα που
ερχόταν ο ταχυδρόμος στο χωριό από το
Γεράκι, ο κόσμος μαζευόταν στο αλώνι και τον
περίμενε. Όταν έφτανε, πήγαιναν κοντά και
τον περικύκλωναν. Αυτός τότε έβγαζε τα
γράμματα από την τσάντα και άρχιζε να
φωνάζει τα ονόματα. Έβλεπες αυτούς που
άκουγαν το όνομά τους και έπαιρναν το
γράμμα, να λάμπουν από χαρά. Δεν ήταν λίγοι
αυτοί που περίμεναν να μάθουν νέα από τα
παιδιά τους. Στο χωριό είχαν μείνει μόνο οι
γονείς, ενώ τα παιδιά είχαν αρχίσει μια
καινούργια ζωή μακριά στην ξενιτιά και με
πολλές δυσκολίες στην αρχή. Ήταν τότε η
εποχή της μεγάλης μετανάστευσης και τα
χωριά άρχιζαν σιγά-σιγά να ερημώνουν. Κάθε
τόσο ακούγαμε ότι πάλι κάποιος πατριώτης
ετοιμαζότανε να φύγει. Καμιά φορά ο φάκελος
είχε και εκπλήξεις… δολάρια…χαρτζιλίκι
από τα παιδιά για καφεδάκι...
Θυμάμαι που φόρτωναν
στα ζα τα τσουβάλια με το στάρι και πήγαιναν
στο μύλο να αλέσουν και να φέρουν αλεύρι να
ζυμώσουν ψωμί. Ήταν μια εργασία κοπιαστική
γιατί έπρεπε να πας στο μύλο στο Μαριόρεμμα,
που ήταν ώρες δρόμο, να περιμένεις τη σειρά
σου να αλέσεις και μετά να επιστρέψεις
μεσάνυχτα στο χωριό. Ο μύλος δούλευε μέρα
νύχτα. Πολλές φορές θυμάμαι τον μπάρμπα
Λάμπρο να έρχεται κατάκοπος από το μύλο
πολύ αργά τη νύχτα.
Θυμάμαι επίσης τις
γυναίκες που έτριβαν το στάρι με δύο
στρογγυλές πέτρες. Η πάνω πέτρα είχε ένα
ξύλινο χερούλι. Ήταν ένα είδος μύλου που τον
γύριζαν με το ένα χέρι και με το άλλο
έριχναν από την τρύπα της πάνω πέτρας στάρι.
Έτσι το στάρι έσπαγε ανάμεσα στις πέτρες.
Άλλες φορές έσπαγαν το στάρι με το λιθάρι το
οποίο κυλούσαν επάνω σε μία πλάκα. Με αυτό
το τριμμένο στάρι και με γάλα έβραζαν τον
τραχανά. Όταν ήταν έτοιμος απολάμβανες να
τρως φρέσκο ζεστό τραχανά με το κουτάλι (πλιγούρι).
Θυμάμαι όταν ζύμωνε
ψωμί η θεία Σταμάτα. Σηκωνόταν νύχτα για να
ζυμώσει. Έφτιαχνε τα καρβέλια, τα έβαζε
επάνω σε μια σανίδα (την πινακωτή) και τα
σκέπαζε για να φουσκώσουν. Απαραίτητα κάθε
φορά που θα ζύμωνε έφτιαχνε και παξιμάδια.
Κατόπιν άναβε το φούρνο καίγοντας κλαριά. Ο
φούρνος έπρεπε να καεί πολύ καλά. Όταν ο
φούρνος ήταν έτοιμος γύριζε ένα-ένα τα
καρβέλια από την πινακωτή στο ξύλινο φτυάρι
και φούρνιζε τα ψωμιά. Στο τέλος έκλεινε το
φούρνο με μια λαμαρίνα με χερούλι. Αργότερα
έβαζε τα ταψιά με τα παξιμάδια. Μεγάλη
διαδικασία ζύμωμα, άναμμα του φούρνου,
φούρνισμα του ψωμιού. Όμως ο φούρνος όταν
έψηνε μοσχοβόλαγε και εμείς περιμέναμε να
ξεφουρνίσει για να απολαύσουμε το φρέσκο
ψωμί και τα παξιμάδια. Όταν έβγαζε τα
καρβέλια, αφού κρύωναν, τα τοποθετούσε ψηλά
στις κόρδες επάνω σε μια καλαμωτή για να
αερίζονται. Από εκεί ένα-ένα καρβέλι
πήγαινε στην κατανάλωση.
Θυμάμαι ανήμερα
του Αϊ-Γιάννη, πριν ανηφορήσουμε για την
εκκλησούλα στο βουνό, τον μπάρμπα Λάμπρο
πρωί-πρωί που μας μερεμετούσε τα παπούτσια.
Έβγαζε τα σύνεργα του τσαγκάρη σφυριά,
πρόκες, σουβλιά και άρχιζε τη δουλειά. Τα
παπούτσια όταν ερχόμασταν στο χωριό ήταν
καινούργια αλλά από τα πολλά τρεξίματα και
τις πέτρες στο τέλος ήταν διαλυμένα.
Θυμάμαι το
Τουνταίικο αλώνι την εποχή του θέρους.
Υπήρχαν θημωνιές που περίμεναν τη σειρά
τους και ένας-ένας αλώνιζαν. Τα στάχυα
πατιόντουσαν από τα άλογα που έτρεχαν γύρο-γύρο
δεμένα στο κέντρο του αλωνιού. Όταν
τέλειωναν, περίμεναν να φυσήξει ο αέρας και
με τα δεκριάνια (ή δικράνια) τα σήκωναν ψηλά
(τα λίχνιζαν). Με τον άνεμο έφευγε το άχυρο
πιο μακριά και έμενε το στάρι. Το στάρι το
έβαζαν στα τσουβάλια και το αποθήκευαν σε
καναπέδες στο σπίτι και το άχυρο στα
χαράρια (μεγάλα σακιά) για να το μεταφέρουν.
Το έριχναν στο μποτονό (ξύλινο πατάρι) για
να έχουν να ταΐζουν τα ζα το χειμώνα.
Θυμάμαι τα Πηγάδια
πίσω από τον Αϊ-Γιάννη στον Ελατιά. Είχα
κοιμηθεί κάποια βράδια κοντά στα γίδια του
μπάρμπα Γιώργη του Μαλαβάζου (Κρέκου),
σύζυγου της θεια Ελένης. Στρώναμε από κάτω
κλαριά και από πάνω το μαύρο σάϊσμα
φτιαγμένο από γιδίσιο μαλλί. Ήταν αδύνατο
να κοιμηθείς, διότι αν και έπεφτες με τα
ρούχα, αυτό σου τρύπαγε όλο το κορμί. Εκεί
στα πηγάδια, στο χωράφι του μπάρμπα Γιώργη,
είχαν φυτέψει πατάτα και ήταν η εποχή που
σκάβαμε με το ξινάρι να τις βγάλουμε και να
τις μαζέψουμε. Η θεία Ελένη είχε δύο
μουλάρια τη Μούλα και την Τσινιάρω (κλωτσούσε
πολύ και δεν μπορούσες να την πλησιάσεις)
και με αυτά ανεβοκατεβαίναμε στο βουνό.
Φορτώναμε τα παγούρια με το νερό και το
τράστο με το ψωμί, το τυρί, τις ελιές και τα
παξιμάδια και ξεκινούσαμε.
Θυμάμαι στο πίσω
μέρος του χωριού, πηγαίνοντας προς την
Κοπρισιά, υπήρχαν καρυδιές. Κόβαμε και
τρώγαμε καρύδια. Σπάζαμε τα καρύδια με
πέτρα και όταν τα καθαρίζαμε τα χέρια μας
γίνονταν κίτρινα και πικρά από τη φλούδα. Το
έδαφος στην περιοχή αυτή είχε ένα μοβ χρώμα
(γερανόχωμα).
Θυμάμαι τις γυναίκες
να γνέθουν. Κρατούσαν στα χέρια τη ρόκα. Στο
πάνω μέρος είχε την τουλούπα με το μαλλί.
Αγκίστρωναν το νήμα στο αγκίνι και με τα
δάχτυλα έστριβαν το αδράχτι με το σφοντύλι.
Με το άλλο χέρι τραβούσαν το μαλλί από την
τουλούπα. Κατόπιν τύλιγαν το νήμα στο
αδράχτι και έτσι σιγά-σιγά σχηματιζόταν το
κουβάρι, που όλο χόντραινε.
Θυμάμαι τις γυναίκες
να υφαίνουν στον αργαλειό, στο δωματιάκι
που υπήρχε κάτω από το λιακό και ήταν
προέκταση του κατωγιού. Πέταγαν με το χέρι
τη σαΐτα με τη μασουρίστρα από την μια μεριά
στην άλλη, πάταγαν τις ποδαρίτσες, χτύπαγαν
με το ξυλόχτενο και πάλι από την αρχή. Έτσι
λίγο-λίγο γινόταν το υφάδι (υφαντό) που
τυλιγόταν στο αντί. Η προεργασία για να
ετοιμαστεί μια νέα ύφανση ήταν αρκετά
πολύπλοκη και η ορολογία επίσης (στιμόνι,
χτένι κλπ). Τις μασουρίστρες τις γέμιζαν με
νήμα το οποίο αρχικά το έβαζαν στην ανέμη.
Το νήμα ξετυλιγόταν από την ανέμη και με το
ένα χέρι το οδηγούσαν στη μασουρίστρα. Η
μασουρίστρα γύριζε από τη ζβίγκα την οποία
γύριζαν με το άλλο χέρι.
Θυμάμαι που λιάζαμε
τα σύκα στο λιακό, σε ταψί ή επάνω στις
πλάκες. Εμείς κάθε τόσο περνούσαμε και τα
τρώγαμε. Όσα περίσσευαν τα αρμαθιάζαμε.
Θυμάμαι τις
νοικοκυρές να φτιάχνουν σαπούνι στο λεβέτι
(καζάνι). Έβαζαν μέσα τα λεγόμενα χοντρόλαδα
(λάδι με μούργα), αλισίβα (νερό με στάχτη από
ορισμένα ξύλα αφού πρώτα το στράγγιζαν),
σπίρτο καλιά (χημικό το οποίο αγόραζαν) και
αλάτι. Έβαζαν φωτιά από κάτω με ξύλα και όλα
αυτά έβραζαν. Με το βράσιμο το μείγμα έπηζε
και γινόταν το σαπούνι, το οποίο στη
συνέχεια το έκοβαν αφού πρώτα κρύωνε. Από
αυτό το σαπούνι παίρναμε και εμείς που ήταν
καλό για λούσιμο, αλλά και για το πλύσιμο
των ρούχων. «… αγνό σαπούνι από το χωριό
μου … »… έλεγε η μητέρα μου. Το πλύσιμο των
ρούχων στο χωριό γινόταν με αλισίβα και με
χωριάτικο σαπούνι στην κορίτα.
Θυμάμαι το μαγαζί του
Γραμματικάκη παλιά, το οποίο ήταν πάνω από
το σπίτι του μπάρμπα Λάμπρου. Θυμάμαι ότι ο
μπάρμπα Δημήτρης ήταν ψηλός και αδύνατος
και με κάποιο πρόβλημα στο χέρι του. Το
κρασί το έπιανε από τη στέρνα και ο μεζές
που σερβίριζε ήταν στραγάλια.
Θυμάμαι ότι η
τηλεφωνική σύνδεση με το χωριό ήταν
πολύπλοκη. Για να πάρεις τηλέφωνο έπρεπε να
οριστεί συνδιάλεξη με ενδιάμεσους
τηλεφωνητές και συγκεκριμένη ώρα. Το
τηλέφωνο ήταν στο γραφείο της κοινότητας.
Τηλέφωνο με μανιατό που το γύριζες με το
χέρι για να δώσει σήμα στη άλλη άκρη.
Ολόκληρη διαδικασία μέχρι να μπορέσουν να
επικοινωνήσουν τηλεφωνικά δύο άνθρωποι,
διαδικασία η οποία έχανε την έννοια του
επείγοντος, είχε όμως τη γραφικότητά της,
διότι έπρεπε να ειδοποιήσεις τους
ανθρώπους να βρίσκονται τη συγκεκριμένη
ώρα στο τηλεφωνείο, να πραγματοποιήσουν τη
σύνδεση οι τηλεφωνητές και μετά να μιλήσεις.
Η επικοινωνία με τηλεγράφημα ήταν ποιο
εύκολη αλλά και αυτή γραφική. Για λόγους
οικονομίας στο τηλεγράφημα έκοβαν πολλές
λέξεις και όταν το διάβαζε ο παραλήπτης
έκανε προσπάθεια για να το ερμηνεύσει.
Πολλές φορές ήταν να γελάς κιόλας με το
περίεργο άκουσμα των κομμένων λέξεων.
Έγραφε η μητέρα μου π.χ. σε τηλεγράφημα προς
το μπάρμπα Λάμπρο: « Ερχόμαστε Πέμπτη ζώα
δύο ». Ήθελε να πει στο θείο… να μας
περιμένει στο Γεράκι την Πέμπτη που θα
φτάναμε και να φέρει μαζί του δύο ζώα, γιατί
θα είχαμε πολλά πράγματα… Αν τα έγραφε όμως
όλα αυτά θα πλήρωνε πολλά…
Θυμάμαι το Σοφοκλή
τον Τούντα που ήταν τυφλός. Περπατούσε στο
χωριό μόνος του χωρίς βοήθεια, με το
μπαστούνι στο χέρι, σαν να είχε τα μάτια του.
Θυμάμαι τον Σπύρο τον
Τσίπουρα φίλο του θείου μου του Λάμπρου. Όλο
για κυνήγι και λαγούς συζητούσαν μεταξύ
τους. Μεγάλοι … κυνηγοί και οι δύο.
Θυμάμαι αυτούς που το
καλοκαίρι πήγαιναν στο Έλος και δούλευαν
στα ρύζια, με σκοπό να εξοικονομήσουν λίγα
χρήματα. Στην επιστροφή για το χωριό
περνούσαν από το παζάρι στο Αλάϊμπεη να
ψωνίσουν. Όταν επέστρεφαν έδειχναν βέβαια
κουρασμένοι, αλλά και χαρούμενοι για τα
ψώνια που είχαν κάνει.
Θυμάμαι το γιούκο με
τα ρούχα στο πάτωμα, με τα παπλώματα, τις
βελέντζες, τα χειράμια (ή χράμια) κλπ. Όλα
αυτά επάνω σε ένα μπαούλο σκεπασμένα με ένα
ωραίο κεντητό άσπρο σεντόνι. Συνήθως αυτά
τα ρούχα ήταν τα προικιά της νοικοκυράς του
σπιτιού, της νύφης. Απαραίτητα σε κάποιο
σημείο ήταν κρεμασμένη και η φωτογραφία του
παππού και της γιαγιάς. Το σπίτι στο χωριό
έμενε στο αγόρι το οποίο έπρεπε να
φροντίζει τους γονείς του, μαζί με τη νύφη.
Τα κορίτσια όταν παντρεύονταν έφευγαν από
το σπίτι και πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού.
Έμεναν μαζί με τα πεθερικά.
Θυμάμαι το ντουλάπι
στον τοίχο στο πάτωμα με τα δύο ξύλινα
πορτάκια. Εκεί η γιαγιά φύλαγε τα γλυκά.
Είχε κλειδί όμως και τα κλείδωνε. Καμιά φορά
η γιαγιά μας κυνήγαγε με τη μαγκούρα. Δεν
άντεχε τη φασαρία που κάναμε. Μας φίλευε
όμως γλυκό, καρύδια και αμύγδαλα.
Θυμάμαι τις
χυλοπίτες και τον τραχανά που έφτιαχνε η
μητέρα μου με τις θείες μου. Ζύμωναν και
κατόπιν άνοιγαν τα φύλλα, τα άπλωναν στα
κρεβάτια και στους καναπέδες και περίμεναν
να στεγνώσουν. Μετά τις έκοβαν μικρά
τετραγωνάκια και ξανά στέγνωμα. Τον τραχανά
τον έβραζαν και αφού κρύωνε τον έκοβαν
κομματάκια μέσα σε ταψιά και τον άφηναν
επίσης να στεγνώσει.
Θυμάμαι ανήμερα της
γιορτής του Αϊ-Γιάννη στις 29 Αυγούστου. Το
μεγάλο πανηγύρι της Καρίτσας. Από το πρωί
άρχιζε το στόλισμα των αλόγων, με τις
μπατανίες, τα καπίστρια με τις χάντρες κλπ.
Στη συνέχεια ανηφόριζε σχεδόν όλο το χωριό,
καβάλα ή με τα πόδια, για την λειτουργία
στην εκκλησούλα του Αϊ-Γιάννη, ψηλά στο
βουνό κοντά στα έλατα. Το βράδυ άρχιζε το
πανηγύρι με τα όργανα στα μαγαζιά και στο
αλώνι. Έρχονταν για το πανηγύρι και ξένοι
από άλλα χωριά, να διασκεδάσουν και να
χορέψουν.
Θυμάμαι τον δάσκαλο
τον Πορφύρη. Έτυχε να παρακολουθήσω και εγώ
μια φορά το μάθημά του. Ήταν επιβλητικός και
λίγο αυστηρός αλλά πολύ καλός δάσκαλος. Το
παλιό σχολείο ήταν εκεί που βρίσκεται η
Κοινότητα σήμερα, είχε μια αίθουσα και σ’
αυτήν έκαναν μάθημα όλες οι τάξεις μαζί, με
τον ίδιο δάσκαλο.
Θυμάμαι την κούρσα
του Σοφοκλή που έφτανε αρχικά στον Αϊ-Νικόλα
και αργότερα στο σχολείο. Ήταν σχεδόν το
μοναδικό αυτοκίνητο που ερχόταν στο χωριό
και μάλιστα το οδηγούσε γυναίκα, η γυναίκα
του η Τασία. Το παρακολουθούσαμε που
ανηφόριζε σιγά-σιγά προς το χωριό, με ένα
σύννεφο σκόνης να το ακολουθεί.
Θυμάμαι τον μπάρμπα
Λάμπρο να οργώνει το χωράφι στου Νταρίβα.
Κρατούσε το αλέτρι που το τραβούσε το άλογο
και ο ιδρώτας έτρεχε. Ήθελα όμως και εγώ να
δοκιμάσω αν μπορώ να οργώσω και έπιασα το
αλέτρι. Όταν τελείωσα, ο θείος α το
αλέτρι. Όταν τελείωσα, ο θείος με επαίνεσε
ότι κρατούσα τόσο καλά το αλέτρι, που
πραγματικά έκανα για αγρότης… Το είπε
βέβαια για να μη με απογοητεύσει.
Θυμάμαι τον μπάρμπα
Μιχάλη το Ρουμάνο με τη μαύρη φουστανέλα
που όταν σε χαιρετούσε σου έσφιγγε το χέρι
και μετάνιωνες που του το έδινες.
Θυμάμαι το σπίτι της
θεια Ελένης και το σπίτι του μπάρμπα
Βαγγέλη του Κατσάμπη (Βατσούρα) που παίζαμε
με τα παιδιά στην άκρη του χωριού στο
στεφάνι.
Θυμάμαι τα
συμπεθεριά που έρχονταν από άλλα χωριά σε
γάμους με τα άλογα στολισμένα με τις
μπατανίες. Τα προικιά τα φόρτωναν στα ζα και
τα μετέφεραν από το σπίτι της νύφης στο
σπίτι του γαμπρού. Τα έθιμα του γάμου με την
κουλούρα που έκοβαν και πέταγαν, αλλά και
άλλα έθιμα, ήταν όλα ενδιαφέροντα και
ευχάριστα να τα βλέπεις.
Θυμάμαι ότι αν έπρεπε
να πας κάπου, πήγαινες καβάλα με το άλογο ή
αν προτιμούσες με τα πόδια. Άλλο μέσο δεν
υπήρχε. Καβάλα στο σαμάρι ή στα καπούλια αν
ήσουν μικρός και με αυτό τον τρόπο
βολεύονταν δύο.
Θυμάμαι τον
Παπαναστάση τον εφημέριο του χωριού. Οι
κόρες του παπά είχαν φιλίες με τη μητέρα μου.
Θυμάμαι λίγο πριν
φύγουμε για το χωριό, η μητέρα μου ετοίμαζε
τα δώρα που θα παίρναμε μαζί μας. Συνήθως τα
δώρα ήταν τετράδια, μολύβια, γόμες, ξύστρες
και καραμέλες για τα ξαδέλφια και για τη
γιαγιά καφές και ζάχαρη.
Θυμάμαι ότι όταν
φεύγαμε από το χωριό μας φίλευαν πολλά
πράγματα. Συνήθως σαπούνι χωριάτικο,
τραχανά, χυλοπουσταλευριά, χόρτα σανό και τσάι του
βουνού που μοσχοβολούσε. Λαγό που ζητούσε ο
πατέρας μου, αστειευόμενος πάντα προς το
θείο, ποτέ δεν κατάφερε ο μπάρμπα Λάμπρος να
του στείλει… όλο του ξέφευγε… τις ημέρες
που φεύγαμε.
Θυμάμαι το καλύβι στα
Κομματάκια. Πηγαίναμε εκεί και αφήναμε τα
άλογα να βοσκήσουν τη νύχτα. Τα
ξεσαμαρώναμε και ακουμπούσαμε τα σαμάρια
στον τοίχο έξω από το καλύβι. Μπαίναμε μέσα
και συλλογιζόμασταν ότι οι γονείς μας είχαν
περάσει ένα μέρος της ζωής τους εκεί. Τα
παλιά χρόνια όλη η ζωή ήταν στα καλύβια.
Εκεί γεννήθηκαν εκεί έμεναν οι γονείς μας,
εκεί γύρω είχαν τις περιουσίες τους, τα
χωράφια τους και τις δουλειές τους.
Δυστυχώς όμως σήμερα το καλύβι που
γεννήθηκε η μητέρα μου είναι
εγκαταλελειμμένο με όλες τις συνέπειες της
φθοράς που έχει επιφέρει ο χρόνος. Σχεδόν
μισογκρεμισμένο… Όμως δεν θα μπορούσε να
έχει γίνει αλλιώς. Αυτοί που είχαν ζήσει
εκεί, που το αγαπούσαν και το συντηρούσαν
έχουν φύγει πλέον από τη ζωή.
Θυμάμαι και πολλά
άλλα ατέλειωτα πράγματα από την εποχή
εκείνη, μα τώρα πέρασαν τα χρόνια και οι
συνήθειες του χωριού έχουν πια αλλάξει.
Όμως νοσταλγώ τα παλιά τα χρόνια που όλα
ήταν τόσο απλά…
Έπρεπε να έβλεπε
κανείς την ημέρα που αναχωρούσαμε από το
χωριό. Ήμασταν τόσο λυπημένοι και τα δάκρυα
έτρεχαν βροχή τη στιγμή του αποχωρισμού.
Όλα όμως κάποτε έχουν ένα τέλος στη ζωή.
Έτσι οι τρεις μήνες που μέναμε στο χωριό,
ξαφνικά φαινόταν σαν να είχε περάσει μόνο
μια στιγμή. Ο μπάρμπα Λάμπρος ήταν πάλι
αυτός που μας συνόδευε μέχρι το Γεράκι και
μας αποχαιρετούσε τελευταίος.
Το σπίτι του μπάρμπα
Λάμπρου ήταν η βάση μας όταν πηγαίναμε στο
χωριό. Η οικογένεια του θείου, η θεία
Σταμάτα και τα ξαδέλφια Τάσος και Χρήστος,
αλλά και η γιαγιά όταν ζούσε, μας
υποδέχονταν με χαρά και μας φιλοξενούσαν με
μεγάλη ευχαρίστηση για όσο καιρό μέναμε.
Ήμασταν σαν μία οικογένεια.
Το σπίτι της θείας
της Ελένης ήταν η εναλλακτική μας λύση. Ήταν
εκεί ο μπάρμπα Γιώργης Κ. Μαλαβάζος και τα
ξαδέλφια Θοδώρα (Ρούλα Καπετάνιου – ζει
στην Αδελαϊδα), Γεωργία Θεοδωρακάκου (ζει
στην Αδελαϊδα), Κώστας και Τασία. Για μας
τους μικρούς ήταν το σπίτι της περιπέτειας.
Είχαν τα γίδια και μαζί τους τρέχαμε και
εμείς στο βουνό, στα έλατα, στην περιπέτεια…
Και τελευταία ήταν το
καλύβι της θεια Διαμάντως στο Κακαβούρι. Η
θεία Διαμάντω είχε παντρευτεί το Νίκο Χρ.
Μαρουδά και έμενε στο καλύβι μόνιμα μαζί με
τα ξαδέλφια Χρήστο και Τάσο (ζει στη
Μελβούρνη). Το μέρος που είχε το καλύβι ήταν
ένα όμορφο στανοτόπι απομακρυσμένο μέσα
στη φύση, πολύ γραφικό. Μπορώ να πω ότι μαζί
με αυτούς τους αγνούς ανθρώπους πέρασα
αξέχαστα. Με αγαπούσαν και χαίρονταν όταν
πήγαινα να τους δω.
Από τότε, από μικρός,
επισκέπτομαι το χωριό μια ή δυο φορές το
χρόνο για λίγες ώρες μόνο. Συγγενείς πλέον
δεν υπάρχουν. Το πατρικό σπίτι έκλεισε. Οι
θείοι μου πέθαναν. Μόνο 4-5 σπίτια είναι αυτά
που επισκέπτομαι. Αυτούς που γνωρίζω σχεδόν
όλοι είναι μεγάλοι. Οι νεότεροι μου είναι
άγνωστοι. Αυτό που με λυπεί είναι ότι η
επαφή μου με το χωριό σιγά-σιγά χάνεται.
Όμως και εγώ μεγαλώνω… μέχρι πότε θα
πηγαίνω…
Αυτά θυμάμαι από τα
παιδικά μου χρόνια, από τη ζωή μου τα
καλοκαίρια στο χωριό. Έτσι προσπάθησα να
δώσω μία εικόνα της καθημερινότητας, της
ζωής, της κίνησης στο χωριό παλιά. Για μένα
όλα αυτά είναι μια πολύ καλή ανάμνηση. Μια
σύνδεση με το παρελθόν, με τους συγγενείς
μου που δεν υπάρχουν πια και με την
οικογένειά μου που και αυτή δεν υπάρχει πια.
|
Λίγα
λόγια για το συγγραφέα
Ονομάζομαι Ιωάννης Γαβριήλ, είμαι γιος της
Μαρίας και του Βασίλη Γαβριήλ. Γεννήθηκα στην Αθήνα το έτος
1945. Είμαι παντρεμένος με την Κατερίνα Μπαλάσκα και έχω δύο
αγόρια τον Βασίλη και τον Νίκο. Η μητέρα μου Μαρία το
γένος Αναστασίου Τούντα γεννήθηκε στην Καρίτσα Λακωνίας και
ήταν μία από τις αδελφές του Λάμπρου Τούντα. Ο παππούς μου, από
τη μητέρα μου, ονομαζόταν Αναστάσης Τούντας (Μικρούτσης) και η
γιαγιά μου Γεωργία Λάμπρου (ή Γιωργίτσα) από τον
Αϊ-Δημήτρη.
Η μητέρα του πατέρα μου (η γιαγιά μου) Μαρία και
αυτή, γεννήθηκε επίσης στην Καρίτσα Λακωνίας και ήταν μία από τις
αδελφές του μπάρμπα Παντελή του Τσεμπελή (Φαρμάκη), η
Μαριγώ. Ο παππούς μου, από τον πατέρα μου, ονομαζόταν Ιωάννης
Γαβριήλ και ήταν από την Κύπρο.
Η μητέρα μου Μαρία και οι δύο αδελφές της η
Κατερίνα και η Ειρήνη, αλλά και για λίγο διάστημα η
Διαμάντω και ο Λάμπρος, εγκατέλειψαν το χωριό και
εγκαταστάθηκαν τα δύσκολα εκείνα χρόνια στην Αθήνα για μια καλύτερη
τύχη. Η αγάπη τους όμως και η νοσταλγία για το χωριό και τους
συγγενείς ήταν πολύ μεγάλη. Ήταν πολύ δεμένη οικογένεια, κυρίως τα
αδέλφια, και διατηρούσαν συχνή επαφή με κάρτες και γράμματα.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Αθήνα. Στην Αθήνα
γεννήθηκα εγώ και η αδελφή μου Γεωργία η οποία σήμερα δεν
βρίσκεται στη ζωή. Η αδελφή μου αγαπούσε πολύ το χωριό και η επιθυμία
της ήταν κάποτε να αποχτήσει ένα σπίτι εκεί. Δεν πρόλαβε όμως διότι
έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς…
Η αγάπη της μητέρας μου για το χωριό και τους
ανθρώπους του ήταν ξεχωριστή, μοναδική θα μπορούσα να πω. Αυτό
γινότανε εύκολα αντιληπτό από όλους. Τα ενδιαφέροντά της, οι
δραστηριότητές της, τα γράμματα που συχνά έγραφε στα αδέλφια της, όλα
αυτά έδειχναν πόσο πολύ αγαπούσε τον τόπο της .
Το σπίτι μας στην Αθήνα την περίοδο της μεγάλης
μετανάστευσης, κυρίως τις δεκαετίες του ‘50 και ‘60,
ήταν ένα μικρό κέντρο διερχομένων συγγενών και πατριωτών της μητέρας
μου που ταξίδευαν προς Αμερική, Καναδά και Αυστραλία, καθώς και
πατριωτών που έρχονταν στην Αθήνα με προβλήματα υγείας. Η μητέρα μου
δεν έλεγε ποτέ όχι σε όποιον πατριώτη χτυπούσε την πόρτα μας.
Φιλοξενούσε όλους με ευχαρίστηση και έδινε απλόχερα τη βοήθειά της.
Θυμάμαι ότι κάθε τόσο ήμασταν στο λιμάνι ή στο αεροδρόμιο για να
αποχαιρετήσουμε κάποιον πατριώτη που έφευγε.
Εκτιμώντας την ιστοσελίδα τούτη της Καρίτσας, την
τελευταία ίσως
ευκαιρία καταγραφής της ιστορικής διαδρομής του χωριού, που στοχεύει
να θυμίσει στους παλιούς και να γνωρίσει στους νέους την
ιστορία
του χωριού πριν
ξεχαστεί
οριστικά, θέλησα και εγώ να συμβάλω.
Η κατάθεση τούτη των φυλαγμένων σαν θησαυρό αναμνήσεων
από τον καιρό που σαν οικογένεια περνούσαμε τις διακοπές μας στο
χωριό, όπως και η προσπάθειά μου για την αναζήτηση και καταγραφή των
στοιχείων της Καρίτσας, αφιερώνεται κατά κύριο λόγο στην μητέρα
μου και την αδελφή μου, με τις οποίες μοιραζόμασταν κάθε τι που
είχε σχέση με αυτό το κομμάτι της κοινής μας κληρονομιάς.
Ιωάννης Βασιλείου Γαβριήλ
Απρίλης 2004
|
|