«Η
Καρίτσα αναγνωρίστηκε αυτοτελούς κοινότητα
το Σάββατο 31 του Αυγούστου 1912» |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κοσμοσυρροή Καριτσιωτών ποζάρουν μπροστά στην Ευαγγελίστρια κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1951. Το χρόνο αυτόν η Καρίτσα, με 464 ψυχές, σημείωσε το μεγαλύτερο πληθυσμό όλης της ιστορίας της. τα χρόνια της πρώτης
Tουρκοκρατίας από το
1453 μέχρι το 1685, η παράδοση αναφέρει,
αυτόχθονες και προεστοί του χωριού ήταν οι
Τσεμπελαίοι. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία
γραπτή μαρτυρία να επιβεβαιώνει αυτό. Η πιο παλιά γραπτή
μαρτυρία που έχει ανακαλυφτεί είναι μια
καταγραφή από τους Βενετούς το 1700.
Στην απογραφή αυτή αναφέρονται η Καρίτσα,
το Γεράκι και το Αλεποχώρι μαζί με άλλα 13
κοντινά χωριά της Επαρχίας Έλους (Territorio
de Eleos Provincia di Laconia). Aπό την απογραφή αυτή
μαθαίνουμε η Καρίτσα του 1700, δηλαδή πριν 300
περίπου χρόνια, είχε 37 οικογένειες και 152
κατοίκους, 83 άντρες και αγόρια και 69
γυναίκες και κορίτσια. Τέσσερα χρόνια
αργότερα η Επαρχία Έλους διαλύθηκε και η
Καρίτσα εντάχτηκε στην μεγαλύτερη Επαρχία
του Μυστρά. Στην πρώτη διαίρεση της χώρας σε διοικητικά διαμερίσματα δήμο μπορούσε να σχηματίσει κάθε χωριό με 300 κατοίκους ή περισσότερους. Η Καρίτσα προφανώς δε δικαιούταν χωριστή διοικητική αρχή. Συνέχισε όπως πριν να ανήκει στα Κουνουποχώρια. Κι ενώ πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης τα Κουνουποχώρια υπάγονταν στη νότια επαρχία του Άργους, μετά την απελευθέρωση και τη διοικητική διαίρεση, τον Απρίλη του 1833, υπάγονταν στην επαρχία Κυνουρίας και αποτελούσαν το δήμο Μαριού. Τα Κουνουποχώρια, όμως, υποβλήθηκαν, χάρις επανωτών βασιλικών διαταγμάτων, σε μια σειρά από περίπλοκες διοικητικές αλλαγές που είδε την Καρίτσα και το Αλεποχώρι, για ένα διάστημα εφτά χρονών, συνέχεια να αλλάζουν δήμους, επαρχίες, ακόμα και νομούς πριν τελικά καταλήξουν στο δήμο Γερονθρών. Ειδού περίληψη... Η επαρχία Κυνουρίας σχηματίστηκε το 1833 ως επαρχία του νομού Αρκαδίας με έδρα τον Πραστό, το παλιό και ιστορική κεφαλοχώρι της Τσακωνιάς. Μετά από ένα χρόνο, το 1834, σχηματίστηκαν εφτά δήμοι της επαρχίας Κυνουρίας και μετακινήθηκε η έδρα στον Άγιο Πέτρο. Ένας από τους δήμους ήταν ο Πάρνωνος. Ίσως σε αυτόν να ανήκε η Καρίτσα, είναι κάτι που δεν έχει εξακριβωθεί. Με ακόμα άλλη διοικητική μεταβολή το 1835 καθορίστηκε η σύσταση καινούργιας επαρχίας Πρασσιών με έδρα τον Πραστό, η οποία απέσπασε σημαντικό κομμάτι της επαρχίας Κυνουρίας. Η καινούργια επαρχία αποσπάστηκε από το νομό Αρκαδίας, προσαρτήθηκε στο νομό Λακωνίας και σχηματίστηκε από πέντε δήμους, ένας από τους οποίους ήταν ο δήμος Μαριού που απαρτιζότανε από Κουνουπιά, Νιοχώρι, Μαρί, Γκιότσαλι, Καρίτσα, Αλεποχώρι, Πούληθρα, Χούνη, Πελωτά ή Πελετά, Αμυγδαλιά, Τσούμος, Πηγάδι, Λογγάρι και Τσιτάλια. Έδρα του δήμου ήταν η Κουνουπιά. O Γκίκας Κολιόπουλος εκλέχτηκε δήμαρχος και ο Ι Νιάρχος εισπράχτορας. Το 1838 καταργήθηκε η επαρχία Πρασσιών του νομού Λακωνίας και επέστρεψε στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας, το τμήμα που είχε αποσπαστεί. Έτσι ο δήμος Μαριού επανήλθε στην επαρχία Κυνουρίας και στο νομό Αρκαδίας. Η επαρχία Κυνουρίας διατήρησε τα όρια και τη σύστασή της, όπως είχαν καθοριστεί το 1833. Το 1840 καταργήθηκε ο δήμος Μαριού. Τα χωριά Αλεποχώρι και Καρίτσα αποσπάστηκαν από την επαρχία Κυνουρίας και το νομό Αρκαδίας και προσαρτήθηκαν στο δήμο Γερονθρών της επαρχίας Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Το Γεράκι, ο Βρονταμάς κι ο Βελωτάς (ή του Βελωτά) ήδη από το 1833 περιλαμβάνανε το δήμο Γερονθρών. Τον καιρό εκείνο, καβάλα σε μουλάρι ή γαϊδούρι, η Καρίτσα ήταν δύο ώρες μακριά από το Γεράκι, πρωτεύουσα του δήμου ενώ εννιά ώρες βάσταγε η πορεία για την Σπάρτη, πρωτεύουσα του Νομού Λακωνίας. Ο Δημήτριος Οικονόμου, γνωστός Γερακίτης, ήτανε Δήμαρχος των Γερονθρών κι ο Α Παπάς εισπράχτορας. Οι δημοτικές εκλογές γίνονταν στο Γεράκι κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά άθλια συμπεριφορά, νεύρα, φωνές, εκφοβισμοί και απειλές δυστυχώς χαρακτηρίζανε την όλη διαδικασία όταν οι ψηφοφόροι από τα τέσσερα χωριά συγκεντρώνονταν στο Γεράκι για να ψηφίσουν. Οι Καριτσιώτες, όπως οι Αλεποχωρίτες και οι Βρονταμίτες καταφθάνανε, με σημαίες, κορδέλες, εμβλήματα και κουδούνια εκδηλώνοντας ανοιχτά ποιον θα ψηφίζανε. Τα χρόνια κείνα ο δήμαρχος ήταν ο άρχοντας και ο εξουσιαστής της περιοχής, επίβλεπε και αποφάσιζε τα περισσότερα κοινοτικά ζητήματα, συμπεριλαμβάνοντας την αστυνομία και τα δικαστήρια, έτσι οι δημοτικές εκλογές είχαν σημαντικό ενδιαφέρον για όλους τους χωρικούς. Σε ένα καιρό που ο κόσμος πέρναγε σχεδόν με αυτά που έβγαζε, κι η ανταλλαγή πραγμάτων ήταν το κύριο μέσο αγοροπωλησίας, λίγες φαμίλιες μποράγανε να πληρώνουν τέλη δήμου σε μετρητά. Γι’ αυτό ο δήμαρχος με τον εισπράκτορα υποχρεώνανε τους χωρικούς να προσφέρουν «προσωπική εργασία» για διάφορα κοινοτικά έργα. Για παράδειγμα δινότανε εντολή σε μερικούς να φτιάξουν ή να πλατύνουν τους δρόμους του χωριού, ενώ κάμποσοι άλλοι ίσως είχαν εντολή να συντηρούν τις βρύσες για τις νοικοκυρές, τις γούρνες για τα σφαχτά και τα αυλάκια για τους κήπους. Στα πρώτα χρόνια, γύρω στα 1840, ο Δήμαρχος Γερονθρών ζήταγε οχτώ μεροκάματα προσωπικής εργασίας από κάθε άντρα του χωριού. Εκείνοι με διαθέσιμα μετρητά μποράγανε να εξαγοράσουνε τις υποχρεώσεις τους με ποσοστό τριών δραχμών για κάθε ημέρα που χρωστούσαν. Μαζί με την διοικητική αναδιοργάνωση του
αρχάριου κράτους ήρθε η αναδιοργάνωση του
δικαστικού συστήματος. Οι κατάλογοι
ενόρκων πολιτών τον καιρό εκείνον
παρουσιάζανε τα ονόματα, τους δήμους και τα
χωριά των επιλεγμένων πολιτών που
μπορούσαν να πάρουν θέση στα εδώλια ενόρκων
των ποινικών δικαστηρίων της Λακωνίας.
Άλλες λεπτομέρειες που παρουσιάζανε ήταν
ηλικία,
επάγγελμα και ετήσιο εισόδημα. Κατά
συνέπεια στον κατάλογο που εκδόθηκε στη
Σπάρτη από το Νομάρχη, Κ. Δαρειώτη, στις 12
του Οκτώβρη 1855, από τους 878 στο σώμα ενόρκων
της Λακωνίας, εννέα ήταν κάτοικοι του Δήμου
Γερονθρών, κι απ’ αυτούς δύο ήταν
Καριτσιώτες. Πρόκειται
για τον Κωνσταντίνο Μαλαβάζο, γεωργό,
ηλικίας 60, με ετήσιο εισόδημα 900 δραχμών και
τον Αναγνώστη Τσεμπελή, κτηματία, ηλικίας 48,
με ετήσιο εισόδημα 500 δραχμών.
Σε σύγκριση ο πλουσιότερος συνδημότης,
ο Αναγνώστης Ραφάκος από το Αλεποχώρι,
δήλωνε ετήσιο εισόδημα 1500 δραχμών ενώ ο
γιατρός του Γερακιού, Ιωάννης Καλομοίρης,
φανέρωνε εισόδημα 1000 δραχμών.
Σύμφωνα με το κοστολόγιο της εποχής,
ετήσιο εισόδημα 500 δραχμών κάλυπτε τις
ανάγκες μιας φαμελιάς τεσσάρων νοματαίων.
Έτσι, αφού ο Μαλαβάζος και ο Τσεμπελής ήταν
από τους πλουσιότερους του χωριού, μπορεί
κανείς να φανταστεί τι φτώχεια και τι
δυστυχία πέρναγε το υπόλοιπο χωριό.
Στα χρόνια μετά την
απελευθέρωση παρατηρούμε ότι ο πληθυσμός
του χωριού ακολουθεί μια σταθερή αύξηση.
Από το βιβλίο του Ιωάννη Ραγκαβή, που
εκδόθηκε στα 1853, μαθαίνουμε την εποχή εκείνη
η Καρίτσα είχε 34 σπίτια με 174 κατοίκους.
Σε σύγκριση το Αλεποχώρι είχε 44 σπίτια με 224
κατοίκους και το κεφαλοχώρι της περιοχής,
το Γεράκι, είχε 194 σπίτια με 906 κατοίκους.
Έτσι στην διάρκεια του 19ου αιώνα
παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση του
πληθυσμού. Ασφαλώς αυτό σήμαινε ανάλογη
αύξηση στα σπίτια και στα ζώα, όπως και στις
ανάγκες του χωριού για περισσότερο νερό,
κήπους, αμπέλια, ελιές, χωράφια, σφαχτά και
βοσκοτόπια στην ίδια περιορισμένη κι
όχι τόσο εύφορη καριτσιώτικη γη. Οι γεροντότεροι του χωριού λένε, είχαν ακούσει ότι στη καινούργια Κοινότητα της Καρίτσας πρώτος πρόεδρος αναδείχτηκε ο Κωνσταντίνος Μαλαβάζος (Κωστής) τον οποίον το 1919 διαδέχτηκε ο υπερήλικος Χρήστος Τσεμπελής (Καλετούρκος).
Περίπου
15 πρόεδροι έχουν εκλεχτεί ή διοριστεί να
ηγηθούν στα διάφορα κοινοτικά συμβούλια
από τότε. Δεν έχουμε γραπτές πληροφορίες
για το διάστημα μέχρι το 1950. Δυστυχώς
πολλά από τα αρχεία του χωριού
καταστράφηκαν ανήμερα την πρωτοχρονιά του
1947. Εκείνη την ημέρα αντάρτες κάψανε
τέσσερα σπίτια, μαζί με αυτά και του τότε
προέδρου, Λεωνίδα Μαλαβάζου, που κρατούσε τα
αρχεία του χωριού στο σπίτι του. Οι
πληροφορίες μας, για τους προέδρους μέχρι
τότε, βασίζονται σε αυτά που θυμούνται οι
πιο παλιοί.
Ο διπλανός κατάλογος παρουσιάζει τους
προέδρους του χωριού από το 1912 και μετά.
Δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι οι
πρώτοι στον κατάλογο είναι στην σωστή τους
χρονολογική σειρά. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Παναγιώτης Αντωνίου Πρόεδρος 1982 – 1998
Τα παιδιά: το μέλλον του χωριού
Κώστας Κατσάμπης Πάρεδρος 1999 –2002
|