«Το χωριό οφείλει την αρχή και τη συνέχεια του στους τσοπάνους»

Γιάννης Τσολομύτης με τα γίδια του

 

Στο θέρισμα

Γιώργος και Μανόλης Μαλαβάζου

Λιομάζωμα

Ντίνα Γ Μαλαβάζου με την κόρη της Βενέττα και τη Μαρία Δ Κατσάμπη

 

 

πό προφορική παράδοση μαθαίνουμε ότι από τα παλιά χρόνια της σκλαβιάς μέχρι την εχθρική κατοχή του '40 και τη δεκαετία ακόμη του '50 υπήρχε μεγάλη φτώχεια στο χωριό.

Οι πρώτοι Καριτσιώτες πριν το 1700, στήριζαν τη συντήρησή τους στη κτηνοτροφία.
  Είχαν σχεδόν όλοι τους κοπάδια με γιδοπρόβατα, ενώ οι πάμφτωχοι, οι λεγόμενοι «ξενοτσόπανοι», φύλαγαν για τους μεγάλους τσέλιγκες.  Ο γράφοντας κατάγεται από οικογένεια «ξενοτσοπάνων».  Ο παππούς, Γιάννης Κατσάμπης (ο Βατσούρας), σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του φύλαγε για άλλους.  Συγχρόνως οι καματάρηδες τρώγανε τη ζωή τους, όπου κι όπου, στα μικρά σκορπισμένα κομμάτια γης που μπορούσαν κάπως να δουλευτούν.  Από τα παλιά χρόνια ασχολούνταν με την καλλιέργεια της ελιάς.  Σιγά-σιγά άρχισαν να ασχολούνται και με το στάρι, το κριθάρι, τη βρόμη, τη φακή και το ρεβίθι.   Από τότε που άρχισαν να σπέρνουν σιτηρά, τη σοδιά την πήγαιναν για να αλεστεί στους νερόμυλους στο Μαριόρρεμα.  Υπήρχαν πεντέξι μύλοι εκεί.  Οι παλιότεροι αναφέρουν συχνά το Μύλο του Θοδωρή.

Μετά το θέρισμα και το αλώνισμα των σιτηρών οι γεωργοί αποθήκευαν τη σοδιά τους στους καναπέδες και όταν το αλεύρι λιγόστευε φόρτωναν τα ζα, μουλάρια και γαϊδούρια, να πάνε το στάρι, που πολλές φορές ήταν συμπληρωμένο και με λίγο ρεβίθι, να αλεστεί στους μύλους στο Μαριόρρεμα.
  Κάθε μουλάρι κουβαλούσε δυο τσουβάλια, φορτίο περίπου 80 οκάδων.  Ο μουλαρόδρομος ήταν σκληρός και πετρώδης.  Γι αυτό προτιμούσαν τους κοντινότερους μύλους, Του Θοδωρή, Του Βαρελά και Του Ερινάκη Ψυχογιού).  Αυτοί οι μύλοι εργάζονταν από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη.  Το καλοκαίρι δεν υπήρχε αρκετό νερό χαμηλά εκεί για να γυρίζουν οι μύλοι.  «Έτσι και σε έπιανε το καλοκαίρι», θυμούνται οι ντόπιοι, «υποχρεωνόσουν να πάρεις την ανηφόρα και να πας στους μύλους πιο ψηλά, κει που το νερό έτρεχε πιο ορμητικά».  Ήταν αρκετοί μύλοι κολλημένοι στο Μαριόρρεμα.  Δυο που αναφέρουν οι παλιότεροι είναι: Του Κουλού στη Βίγλα, και Του Παναγιωτάκη μέσα στο χωριό Μαρί.  Στην περιοχή μας το ποσοστό του μυλωνά ήταν πέντε τοις εκατό.  Δηλαδή σε φορτίο 80 οκάδων, ο μυλωνάς βαστούσε τέσσερις για τον κόπο του.

Ένας άλλος πόρος επιβίωσης ήταν οι σκόρπιοι κήποι που έβαζαν τα λαχανικά τους.
  Οι περισσότεροι κήποι ήταν στη Σμερτιά.  Εκεί υπήρχε δημόσιο πηγάδι και μια αστέρευτη βρυσούλα που γέμιζε τη δεξαμενή ή γούρνα απ’ όπου ποτίζονταν τα κηπάκια.   Σχεδόν το μισό χωριό είχε από ένα πεζουλάκι στη Σμερτιά και έβγαζε πατάτες, κρεμμύδια, βλίτα και άλλα λαχανικά.  Άλλοι κήποι ήταν στην Κοπρισιά, γύρω στην Κεντρική Βρύση και στο Μέλεγο. Στην περιοχή της Πάνω Λούτσας ήταν λίγα αμπέλια και μερικές συκιές.  Κει έστυβαν το κρασί τους στο Ληνό του Καφετζή.

Με βάση την κτηνοτροφία οι παλιοί Καριτσιώτες έφτιαχναν πολλά από τα ρούχα τους, ακόμη και παπούτσια, τα λεγόμενα τσαρούχια.
  Μιλάμε σχεδόν για μια αυτοτελή συνύπαρξη.  Τρόφιμα, ρουχισμό και παπούτσια που δεν φτιάχνανε οι ίδιοι τα έπαιρναν από τα γύρω χωριά, προπαντός από το Γεράκι, με αντάλλαγμα κτηνοτροφικών ειδών, όπως σφαχτά, μαλλί, τυρί και δέρμα.  Το Γεράκι, πάντως, ήταν το εμπορικό κέντρο της περιοχής.

Αλλά, όπως και να τα πούμε, για τους περισσότερους τσοπάνηδες και καματάρηδες του χωριού, όσο σκληρά και αδιάκοπα κι αν δούλευαν στο τέλος-τέλος δεν κατάφερναν να βγάλουν το ψωμί της χρονιάς τους.
  Τα χωράφια τους ήταν λίγα, δύσκολα να δουλευτούνε, πέτρινα και σκορπισμένα δω και κει.

Ουσιαστικά η κατάσταση έμεινε έτσι ακόμα και μέχρι το 1960 όποτε ήδη είχε αρχίσει η μεγαλύτερη μπόρα της μετανάστευσης, κυρίως για την Αυστραλία.
  Παρά τον πόνο του χωρισμού, ένα εύλογο αποτέλεσμα της μετανάστευσης ήταν να αυξηθούν τα χωράφια για αυτούς που μείνανε πίσω.

Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε μια γενικότερη καλυτέρευση στην οικονομική ζωή και στο βιοτικό επίπεδο του χωριού.
  Σημαντική είναι η εγκατάλειψη των σιτηρών και η εξάπλωση των ελιών.  Η νότια Πελοπόννησο, Μεσσηνία και Λακωνία, αναγνωρίζεται να παράγει το καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο.  Η μηχανοκαλλιέργια έχει φτάσει στο χωριό.  Οι Καριτσιώτες δε τρώνε πια τη ζωή τους σε κείνα τα χωράφια που δεν μπαίνουν  τρακτέρ.  Αρκετοί Καριτσιώτες, με βάση ακόμη το χωριό, έχουν αγοράσει και καλλιεργούν χωράφια στις πιο εύφορες περιοχές όπως στα γερακίτικα, στα αγιαντραίικα, στα γουβιώτικα και στο Έλος.

Τελευταία γίνονται επίσης σοβαρές προσπάθειες για την ανάπτυξη της μελισσοκομίας στο χωριό.

Η κτηνοτροφία, στην οποία το χωριό οφείλει την αρχή και τη συνέχειά του, έπαθε μεγάλη πτώση μετά το 1960, λόγω της μετανάστευσης και μια άτυχης καινούργιας νοοτροπίας του καιρού, την απροθυμία των νέων να ασχοληθούν με αυτό το επάγγελμα.

Ευτυχώς αυτή η νοοτροπία διορθώθηκε κάπως τελευταία με την αύξηση στην τιμή των σφαχτών.
  Σήμερα ο αριθμός των γιδοπροβάτων υπολογίζεται στις εφτά με οχτώ χιλιάδες.  Παρατηρείται ακόμη άνοδο της οικόσιτης κτηνοτροφίας που καλύπτει μερικές από τις ανάγκες κατοίκων για γάλα και κρέας.  Να σημειωθεί ότι σχεδόν κάθε σπίτι του χωριού φυλάει μερικά γιδοπρόβατα.  Έτσι η οικόσιτη κτηνοτροφία προσφέρει κάποιο εισόδημα.

Αναπτυξιακό Πρόγραμμα
Σπουδαίο ρόλο όμως έπαιξε για τους τσοπάνηδες μια σειρά πρωτοβουλιών της πρώην κοινότητας, η οποία, στις δεκαετίες του ’80 και του ‘90, βελτίωσε τις συνθήκες εργασίας των κτηνοτρόφων ειδικά και όλων των κατοίκων γενικότερα.
  Από αυτά αξίζει να αναφερθούν τα εξής:

  • Πρόγραμμα βελτίωσης βοσκοτόπων με την κατασκευή κτηνοτροφικών δρόμων προς τα βουνά.  Ειδικά για την εξυπηρέτηση των κτηνοτρόφων έγινε δρόμος από το χωριό μέχρι τον Αϊ-Γιάννη διαμέσου Διάσελου.  Ανοίχτηκε ακόμη δρόμος γι αυτόν τον σκοπό από το Λουκαίικο Λογγάρι μέχρι του Γεωργίου Τσεμπελή την Στέρνα.

  • Κατασκευή αγροτικών δρόμων για όλα σχεδόν τα χωράφια για την κίνηση των αγροτικών οχημάτων και τρακτέρ.  Σήμερα οι Καριτσιώτες δεν τρώνε τη ζωή τους στα χωράφια που δεν μπαίνουν τρακτέρ.

  • Ασφαλτόστρωση του δημόσιου δρόμου από το Βαρικό μέχρι τη Σμερτιά.  Έτσι το χωριό συνδέεται με το εθνικό οδικό δίκτυο.  Παραμένει ένα μικρό κομματάκι  από τη Σμερτιά μέχρι το Λιτριβειό να διαπλατυνθεί και να ασφαλτοστρωθεί.

  • Επέκταση και περίφραξη της πλατείας προσφέρει ευρύχωρο και ασφαλές τόπο για τα παιδιά να παίζουν και για τους μεγάλους να συναντιούνται και να τα λένε.

  • Για να ποτίζονται τα κοπάδια καινούργια λεκάνη δροσολογής για την στέρνα στην Μεσοράχη καταστρώθηκε το 1988.  Το 1990 χτίστηκε καινούργια δεξαμενή στην Πάνω Λούτσα.  Έχει χωρητικότητα 175 τόνων και χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα για τη βελτίωση των βοσκότοπων

  • Εγκατάσταση δεξαμενής στου Νταρίβα να τροφοδοτεί τις βρύσες του χωριού.

  • Αυτόματη τηλεφωνική σύνδεση με το τηλεφωνικό κέντρο του Γερακιού.  Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 ένα μοναδικό τηλέφωνο στο Κοινοτικό Γραφείο εξυπηρετούσε τις ανάγκες ολόκληρου του χωριού.  Η παραχώρηση τηλεφώνου σε όλα τα σπίτια που έκαναν αίτηση κάλυψε μια ουσιαστική και καθυστερημένη ανάγκη.

Οι παραπάνω πρωτοβουλίες και τα υδρευτικά έργα που έχουν προαναφερθεί έγιναν στις δεκαετίες του '80 και του '90.  Τόσες πετυχημένες αλλαγές σε τόσο χρονικό διάστημα το χωριό δεν είχε ξαναδεί.  Σύμφωνα με την κοινή καριτσιώτικη εκτίμηση όλα αυτά οφείλονται σε ένα μεγάλο μέρος στον δραστήριο πρώην πρόεδρο Παναγιώτη Αντωνίου.  Οι Καριτσιώτες βέβαια είναι αποφασισμένοι να συνεχιστεί το αναπτυξιακό αυτό πρόγραμμα.  Άμεσοι στόχοι συμπεριλαμβάνουν:

  • Υδρευτικό δίκτυο να περιλαμβάνει όλα τα σπίτια του χωριού παραμένει πρώτο αίτημα στον κατάλογο προτεραιότητας.

  • Διάνοιξη καινούργιου δρόμου από τη θέση Βατσουραίικο Στεφάνη προς την Κοπρισιά διαμέσου Σπηλίτσες γιατί ο σημερινός κτηνοτροφικός  δρόμος προς το βουνό είναι πολύ στενός και δεν μπορούν να περάσουν μεγάλα οχήματα που χρειάζονται για τη συντήρηση του δρόμου και τρυπάνια για άλλες γεωτρήσεις.

  • Να διαπλατυνθεί και να τελειοποιηθεί ο κεντρικός δρόμος ασφαλτοστρωμένος μέχρι την πλατεία είναι θέμα αναμφισβήτητης ανάγκης και κοινοτικού γοήτρου.